Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Λεξικό Ηλία Π. Γαζή

τσάτσα (η)

η αδερφή. “ε, αρή τσάτσα, τι κάν΄ς αυτού;” – “ε, αρή τσάτσα, δε μ΄ ακούς;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσάτσα, τσατσὰ /ἡ/ (τάτα, τυτοὸς) = ἡ ἀδελφή. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Σε μας αδερφή. Οι λεξικογράφοι πιθανολογούν η λέξη να προέρχεται “από την αναδίπλωση . . . Περισσότερα

τσέκια (σου)

όταν φτερνίζεται κανείς του λέμε: “τσέκια σου” ή “τσέκιασου κι αλήθεια λέω”. Συνήθως την ευχή αυτή (δηλ. περαστικά σου, να έχεις υγεία), τη λέμε όταν φταρνίζεται αβάπτιστο βρέφος. σημαίνει και μπράβο, μάλιστα, να ΄σαι καλά με λίγη ειρωνεία. Λέγεται όταν αποτύχαμε σε κάτι χωρίς τα μέσα που έπρεπε να ΄χομε. . . . Περισσότερα

τσελιγκρός -ή -ό

λεπτόκορμος, ισχνός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσελ(ι)γκρὸς -ὴ -ὸ (Ἰ. gial/lo-agro) = ὠχροκίτρινος, λεπτοφυής, ἰσχνός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσελιγκρός = ἀδύνατος ἄνθρωπος μέ λεπτοκαμωμένο πρόσωπο. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τσεπέλα

σύνολο συμπιεσμένων ξηρών σύκων, είτε χύμα, είτε περασμένα σε βούρλο. Σε σατιρικό λαϊκό στιχούργημα: “Ακούστε, νιοί και γείτονες, το τ΄ έπαθε μια χήρα: / Το φουστανάκι τς έχασε και λέει πως της το πήρα … αν ίσως και το πήρα εγώ, να κακοθανατίσω. Σε Τούρκων χέρια να πιαστώ και ν΄ . . . Περισσότερα

τσεπόρια ή τσοπόρια (τα)

τα πολύ φτωχά χωράφια, που δεν αποδίδουν στην καλλιέργεια. βλ. τσοπόρα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσοπόρι = ὀρεινό καί ἄγονο ἔδαφος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τσερνιάζω

μουδιάζω, μυρμηγκιάζω “τσερνιάζει το χέρι μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσερνιάζω (Ἰ. cerene, Ἀλ. τσέρμε-jα) = ἀναισθητῶ τοπικῶς, μουδιάζω, πιάνομαι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Μουδιάζω (και γιατσέρνω, κρυώνω). Πιθανότατα από τη λέξη κερί, που στα ιταλικά γράφεται cera και προφέρεται τσέρα. Έτσι έχουμε κερνιάζω, . . . Περισσότερα

τσιγκρί (το)

η λέξη απαντάται στον πληθυντικό: τα τσιγκριά: Είναι δύο σανιδένιες τετράγωνες πλάκες 40X30 εκ. που η καθεμιά τους έχει στην εσωτερική της πλευρά όρθιες συρμάτινες ακίδες. Μ΄ αυτές τις δυο πλάκες έγραιναν (=ξάνοιγαν) το πρόβειο μαλλί, για να κάμουν τουλούπες: τοποθετούν τα μαλλιά ανάμεσα στις δυο πλάκες και ξεσέρνουν την . . . Περισσότερα

τσιγλί και τσιλί

Τσιγλί καί τσιλί = εἶδος πολύ λεπτοκαμωμένης πλεξίδας ἀπό ἐκλεκτό λινάρι σέ πάχος μετρίου σπάγγου πού προσδένουν στό ἄκρο τῆς σφεντόνας καί μέ τό πέταμα τῆς πέτρας ἀφήνει ἕνα διαπεραστικό σύριγμα. βλ. και τσ΄γί (το)

τσίμπαλο (το)

το στόμιο του λυχναριού ή της λυχνάρας (στα λιτροβειά), όπου βγαίνει προς τα έξω το φιτίλι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσίμπαλο /τὸ/ (Ἰ. cepajo) = τὸ ἀκροστόμιον τοῦ λύχνου ὅθεν ἐξέχει τὸ ἀναπτόμενον ἄκρον τῆς θρυαλλίδος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσίμπαλο = 1. τό ἄκρο . . . Περισσότερα

τσιντάω

πειράζω, κεντώ, προκαλώ κάποιον Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσιντάω = ἐρεθίζω, προκαλῶ, τσαντίζω. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τσίπ(ου)ρο

Τσίπουρο /τὸ/ (Τ. dζιμπρέ, Σ. dshipra) = τὸ στέμφυλον, ὁ φλοιὸς τῆς ἐκθλιβείσης ραγὸς τῆς σταφυλῆς, τὸ στεμφυλόπνευμα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσίπουρα = τά στιμένα σταφύλια μετά τό πάτημα (τήν σύνθλιψη). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τσίπα (η)

φτηνό και καθημερινό μαντήλι της παραδοσιακής φορεσιάς. Γίνεται από ψιλό και διαφανές μπαμπακερό ύφασμα. Όλες οι γυναίκες στα χωριά και πολλές στη Χώρα, έχουν την τσίπα τους. Αν καμιά φορά βγάλουν την τσίπα τους, γίνονται αντικείμενο κουτσομπολιού, γι΄ αυτό και ο χαρακτηρισμός ξετσίπωτος. Αυτό όμως λίγο-πολύ ισχύει για όλα τα . . . Περισσότερα

τσιπαμύγδαλο (το) καί τσίπινο

ποικιλία αμυγδάλου εύθραυστου και γλυκού, άλλως: τσίπ΄νο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσ(ι)παμύδαλο /τὸ/ (σῦφαρ; Ἀ. Τ. ἠσαbὲ-ἀμύγδαλον) = ἀμύγδαλον μὲ εὔθρυπτον κέλυφος, ἀφρᾶτο. Τσίπινο /τὸ/ (Λ. caeka;) = ἀφρᾶτο ἀμύγδαλο, τσιπαμύγδαλο. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσιμπαμύγδαλο = ἀφράτο ἀμύγδαλο. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας . . . Περισσότερα

τσιπουρίτης (ο)

κρασί που “βράζει” (ζυμώνεται) μαζί με τα τσίπουρα και γίνεται βαρύ και λίγο στυφό Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσιπουρίτης /ὁ/ (Τ. dζιμπρέ, Σ. dshipra) = οἶνος κακῆς ποιότητος παραγόμενος διὰ διαβροχῆς τῶν στεμφύλων εἰς ὕδωρ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσιπουρίτης = κρασί πολύ δυνατό πού . . . Περισσότερα

τσιρατσούκλι (το)

το κοινώς λεγόμενο χλωροκούκι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσιρατσούκλια = χλωρά κουκιά μές τίς φοῦσκες τους. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τσιρόνι (το)

το πουλί ψαρόνι: είναι αποδημητικό με γυαλιστερά φτερά Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσιρόνι /τὸ/ = τὸ ἀποδημητικὸν πτηνὸν ψὰρ (ψαρόνι) τοῦ ὁποίου τὸ πτέρωμα στίλβει ὡς βεβρεγμένον, διάβροχος, μουσκεμμένος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσιρόνι = τό μεταναστευτικό πουλί (Ψαρόνι). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας . . . Περισσότερα

τσιροπούλι (το)

μικρό πουλί, που ακόμη δεν έβγαλε τα κανονικά φτερά Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσιροποῦλ(ι) /τὸ/ (Τ. τσῆρος-πῶλος, Ἰ. pollo) = μικρὸν πτηνόν, πουλερικὸν ἀτροφικὸν καὶ ἰσχνόν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσιροπούλι = μικρό καί ἀδύνατο πουλί, τσιροπούλια λέγονται καί τά σπουργίτια. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας . . . Περισσότερα

τσιρούφλι (το)

μικρή μπούκλα μαλλιών περιτυλιγμένη σε χαρτί μικρού κυλινδρικού σχήματος. Τα τσουρούφλια – γιατί ήταν δύο – τα ΄βανε η νύφη κατά τη μέρα του στεφανώματος, αλλά και αργότερα. Τα τσουρούφλια έμπαιναν δίπλα στους κροτάφους. Τσουρούφλι θα πει γαρίφαλο (γαλ. Girofle). Γαρίφαλο στ΄ αυτί δηλ. αφού τα φορούσαν και οι γυναίκες . . . Περισσότερα

τσόλι (το)

τετράγωνος σάκος με κάλυμμα από γίδινο μαλλί, που το χρησιμοποιούν στα παλιά λιτρουβειά για να βάνουν μέσα το ζυμάρι της αλεσμένης στο αλώνι ελιάς. Τα γεμισμένα τσόλια τα έστηναν το ΄να πάνω στ΄ άλλο στη μηχανή (πιεστήριο) όπου με την πίεση και με ζεματιστό νερό έβγαινε το λάδι. τα φθαρμένα . . . Περισσότερα

τσόπης (ο)

ο τράγος που τον έχουν ειδικά για επιβήτορα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσόπης = ὁ ἐπιβήτορας τράγος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τσούλα (η)

προβατίνα κονταυτιάρα (με κοντά αυτιά) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσούλα = προβατίνα μέ μικρά καί ἀτροφικά αὐτιά. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τσουράπι (το)

χοντρή μάλλινη κάλτσα τσουράπω = η ζωηρή και ελεύθερη κοπέλα. “Είδες τι μας έκανε η παλιοτσουράπω;” – Μωρή τσουράπωωω!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσουράπια = χοντρές μάλλινες πλεχτές κάλτσες. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

φ΄καρίδα (η)

η γνωστή σε όλους κατσαρίδα (φκαρίδα) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φουκαρίδα /ἡ/ (Τ. φουκαρᾶ, Σ. fucara, Ἰ. fugare;) = τὸ ἀπεχθὲς ἔντομον βλάττη, κατσαρίδα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Φουκαρίδα καί φκαρίδα = κατσαρίδα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

φάγουσα (η)

φαγέδαινα, στοματίτιδα σοβαρής μορφής, σε ζώα και ανθρώπους. τη φάγουσα τη θεράπευαν με ξόρκια και γιατροσόφια. Π.χ. έπλεναν το πονεμένο μέρος καλά-καλά, με κόκκινη μάλλινη κλωστή εμποτισμένη στο ούζο, απαγγέλοντας συγχρόνως το ξόρκι: “Υπεραγία Θεοτόκε βογήθησε τον δούλον σου Τάδε από την φάγουσα και τούτο το πονίδι να ξεραθεί και . . . Περισσότερα

φαλίρω

Φαλίρω (Ἰ. fallire) = καταστρέφομαι οἰκονομικῶς, πτωχεύω, χρεωκοπῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Φαλήρει = 1. ἀποτυγχάνει, λέγεται συνήθως γιά τήν ἀκαρπία, φαλήρισε τό ἀμπέλι (ἀκάρπισε τό ἀμπέλι), ἀπό κάποια οἰκονομική αἰτία, 2. φαλήρισα (ἔπεσα ἔξω, χρεωκόπησα, καταστράφηκα οἰκονομικῶς). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

φαρδακοκύλα (η) και φαρδοκοκύλα

ποικιλία του φυτού “βατράχιον” με κίτρινα φύλλα. Φύεται στα βαλτώδη, κυρίως μέρη και τα ζώα αποφεύγουν να το τρώνε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαρδακοκύλα /ἡ/ (βάτραχος, «φορδακλᾶς») = ὑδροχαρὴς ποικιλία τοῦ φυτοῦ «βατράχιον» (μὲ κίτρινα στιλπνὰ φύλλα0, βαθρακοῦλα, νεραγκοῦλα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Φαρδοκοκύλα = εὔρωστο . . . Περισσότερα

φαρομανάω και φαρουμανάω

εκδηλώνομαι ζωηρά με γέλια, χειρονομίες, χαχανητά κ.λπ., κάνω φαρομανητό. Η λέξη λέγεται κυρίως για τα ζώα, ιδίως τα άλογα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαρομανάω (Ἰ. fare-mania) = θορυβῶ ἐν εὐθυμίᾳ μετ᾿ ἄλλων, χαχανίζω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Φαρουμανάω = παιδιαρίζω ἐκβάλλω χαρούμενες φωνές, αὐτός φαρουμανάει . . . Περισσότερα

φειὸ

Φειὸ /τὸ/ (ὄφις -ειον) = φειδίσιο, δριμύ, τσουχτερό. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    (Ή φιό). Το φευγιό (από το φεύγω). Λέμε: τον πήρε το φειό. Μερικοί μεταφράζουν, παγερός, τσουχτερός αέρας. η σχέση της λέξης με το φίδι (του Λάζαρη) φαίνεται απίθανη. Πάντως το φιό (προτιμότερο με -ι-) είναι απλά . . . Περισσότερα

φέλα (η)

παρωπίδα φορτηγού ζώου, ιδίως του εζευγμένου, για να τραβάει ίσια μπροστά, χωρίς να ενοχλείται από πλάγιες παραστάσεις. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φέλα /ἡ/ (Ἰ. foglia) = παρωπὶς ὑποζυγίου, ὀφθαλμικὸν πτερύγιον ἀνθρώπου. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Φέλα = 1. παρωπίδα ὑποζυγίου, 2. πεταλούδα. Το Γλωσσάρι της . . . Περισσότερα