Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χαβάνι (το)

  1. ο γουδί, ξύλινο, πέτρινο ή και μεταλλικό σκεύος. Χρησίμευε για να τρίβουν ή να πολτοποιούν  διάφορα υλικά, καρπούς, καρυκεύματα, σκόρδα κ.ά.
    Απαραίτητο εξάρτημα του χαβανιού είναι το γουδοχέρι ή κοπανέλι. Τα ξύλινα γουδιά τα ΄λεγαν επικρατέστερα καυκιές.
    Σε καταμετρήσεις περιουσιών (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: 1751, Νο 175: “κοπανέλι ένα οπού κάνουν την αλιάδα“. 1722, Νο 164: “χαβάνι ένα”. 1724, Νο 48: “τρεις καυκιές”.
  2. Παλιότερα έλεγαν χαβάνι και το εργαλείο που ψιλόκοβε τον καπνό στα ταμπάκια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Χαβάν(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. χαβάν, Σ. ἀβὰν) = ἰγδῦον (γουδὶ) ἐξ ὀρειχάλκου, κοπανιστῆρι, ἐργαλεῖον κοπῆς καπνοῦ.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Το γουδί. Τούρκικο havan.
Άλλο το χαϊβάνι, ζώον – τούρκικο επίσης hayvan (βλ. Ανδριώτη).
Σε μας το χαβανάκι, μπρούτζινο, για μπαχαρικά, πιπέρι κ.λπ. Το μεγάλο πέτρινο με σιδερένιο γουδοχέρι για κοπάνισμα καβουρδισμένου καφέ.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Χαβάνι = πέτρινο γουδί πού κοπανᾶνε τόν καφέ μέ σιδηρένιο γουδοχέρι.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Ένα Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.