χαβάνι (το)
- ο γουδί, ξύλινο, πέτρινο ή και μεταλλικό σκεύος. Χρησίμευε για να τρίβουν ή να πολτοποιούν διάφορα υλικά, καρπούς, καρυκεύματα, σκόρδα κ.ά.
Απαραίτητο εξάρτημα του χαβανιού είναι το γουδοχέρι ή κοπανέλι. Τα ξύλινα γουδιά τα ΄λεγαν επικρατέστερα καυκιές.
Σε καταμετρήσεις περιουσιών (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: 1751, Νο 175: “κοπανέλι ένα οπού κάνουν την αλιάδα“. 1722, Νο 164: “χαβάνι ένα”. 1724, Νο 48: “τρεις καυκιές”. - Παλιότερα έλεγαν χαβάνι και το εργαλείο που ψιλόκοβε τον καπνό στα ταμπάκια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαβάν(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. χαβάν, Σ. ἀβὰν) = ἰγδῦον (γουδὶ) ἐξ ὀρειχάλκου, κοπανιστῆρι, ἐργαλεῖον κοπῆς καπνοῦ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το γουδί. Τούρκικο havan.
Άλλο το χαϊβάνι, ζώον – τούρκικο επίσης hayvan (βλ. Ανδριώτη).
Σε μας το χαβανάκι, μπρούτζινο, για μπαχαρικά, πιπέρι κ.λπ. Το μεγάλο πέτρινο με σιδερένιο γουδοχέρι για κοπάνισμα καβουρδισμένου καφέ.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Χαβάνι = πέτρινο γουδί πού κοπανᾶνε τόν καφέ μέ σιδηρένιο γουδοχέρι.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Παναγ. Βλασσόπουλος -
Εμείς, στον Άγιο Πέτρο, το γουδοχέρι ή κοπανέλι, το λέγαμε χαβανοχέρουλο.