χερουλάδι
Χερουλάδι = ἤ χερολάβι, ἡ χερολαβή τοῦ ἀρότρου.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Χερουλάδι § ἡ λαβὴ τοῦ ἀρότρου, ἣν οἱ Κρῆτες ὄχερην λέγ. (Φιλίστ. Δ΄. 509).
Σημ. Παρὰ τοῖς ἀρχ. ἐλέγ. χειρολάβη καὶ χειρολαβίς. Ὁ Βυζ. παρ. αὐτήν.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
βλ. και χερουλάτης (ο) ή χερολάβι (το)