χαραμπουλίζω
κάνω παιδιάρικα αστεία, ξεφωνίζω
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαραμπ(ου)λίζω (χαρὰ-βαλίζω) = χορεύω ἢ θορυβῶ ἐξ εὐθυμίας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χαραμπουλίζω = εὔθυμα συνεχόμενα ἀστεῖα ξεφωνητά, αὐτός χαραμπουλίζει (αὐτός παιδιαρίζει), αὐτός ἐκβάλει χαρούμενα ξεφωνητά.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής