χαλιάς (ο)
τόπος γιομάτος χαλίκια, έδαφος καλλιεργήσιμο μεν, αλλά χαλικιερό.
Τοπωνύμιο: Χαλικιερό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαλιᾶς /ὁ/ (χάλιξ) = ἔδαφος πλῆρες μικρῶν λίθων, σκιρρώδης ἐδαφικὴ περιοχή.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χαλιᾶς = μέρος καλυμένο ἀπό φυσικά χαλίκια.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής