φρουμάζω και φρομάζει ἐφρόμαξε
λέγεται για τα άλογα, κυρίως, που όταν αναστατωθούν ξεφυσάνε τα ρουθούνια τους θορυβωδώς
“τ΄ άλογο φρουμάζει, κάτι το κεντάει, φαίνεται”.
ΒΑΛ., Αθ. Διάκος, Γ΄”Ακούσανε που εφρούμαζε συχνά συχνά η Αστέρω, / σαν κάτι να ΄θελε να πει κι εχτύπαε το ποδάρι …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φρ(ου)μιάζω (φριμάω -άσσω) = φυσῶ διὰ τῶν μυκτήρων θυμοειδῶς. (λέγεται διὰ τοὺς ἵππους: «φρουμάζει τ’ ἄλογο».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Για τ΄ άλογα, αλλά μεταφορικά και για τους ανθρώπους. το ρήμα φριμάζω. Φυσούν δυνατά τα ρουθούνια. Από το αρχαίο φριμάσσομαι, φρουμάζω, αλλά και “σκιρτώ εξ ακολάστου επιθυμίας” (Δημητράκος). Σε μας έχει και την έννοια του αγριεύω. “Τι φρουμάζεις έτι, χριστιανέ μου;” Ο Βαλαωρίτης 368 “φρυμάζω και ρεκάζω”, αμφότερα εν χρήσει προς χαρακτηρισμός φωνής των ζώων μη συνήθους . Σε μας το νήπιο ρεκάζει από το κλάμα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Φουρμάζω καί φρουμάζω = 1. κάνω κρότο μέ σφιγμένα τά χείλη ὅπως τά σαξόφωνα,
2. γιά νά τρομάξω τά μικρά ζῶα, 3. ρουθούνισμα τῶν ὑποζυγίων.
Φρομάζει ἐφρόμαξε, (βριμᾶται)· διὰ τοὺς ἵππους καὶ ἡμιόνους.