φουρναριό (το)
το μέρος που είναι τοποθετημένος ο οικογενειακός φούρνος.
τοπωνύμιο: Φουρναριό στην περιοχή Καβάλλου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φουρναριὸ /τὸ/ (Ἰ. forneria) = τὸ ὑπόστεγον ἢ διαμέρισμα ὅπου εἶναι ὁ κλίβανος τῆς οἰκίας καὶ ἡ ἑστία τῆς πλύσεως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Φουρναριό = τό ὑπόστεγο τῶν φούρνων, κοντά στά σπίτια.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής