Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Γλωσσάριο Παναγιώτη Ματαφιά

πασέτα

Ιταλικό τυχερό παιχνιδι με τράπουλα (πιθ. από το Ιτλ. passetto = βηματάκι, για τον κάπως ρυθμικό, τελετουργικό θα λέγαμε, τρόπο που παίζεται) Ύστερα από το απαραίτητο ανακάτεμα και “κόψιμο” της τράπουλας, που κατά κανόνα χειρίζεται αποκλειστικά η “μπάγκα” κι αφού οι γύρω παίχτες ποντάρουν στο φύλλο της αρεσκεἰας τους, αρχίζει . . . Περισσότερα

πεζούλια (τπν)

σημείο του δρόμου προς το Φρούριο, που στην άκρη του υπήρχε χαμηλό λιθόχτιστο τοιχάκι για να ξεκουράζονται οι περιπατητές.

Πέντε Καμάρες (τπν)

σημείο, περίπου στο κέντρο του δρόμου προς το Φρούριο, όπου υπάρχουν μέχρι και τώρα από κάτω του, πέντε καμάρες για να επικοινωνεί η λιμνοθάλασσα με το βορειοανατολικό κανάλι της διώρυγας του λιμανιού.

πίλολα (η)

χάπι, φάρμακο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης από την Ιτλ λέξη pillola = χάπι Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

πορτογάλ(ι) -άδα

Πορτογάλ(ι) -άδα = πορτοκάλι, πορτοκαλάδα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης τρόπος έκφρασης ευχών, με σκοπό την είσπραξη φιλοδωρημάτων από τους πιτσιρίκους κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου. Τα πολύ μικρά παιδιά έπαιρναν ένα πιατάκι του καφέ, το σκέπαζαν από πάνω με ένα μαντήλι της τσέπης πιάνοντας και τις 4 άκρες του . . . Περισσότερα

πόχτημα

(μτφ + σκτ) για ανυπόληπτο άτομο, τιποτένιο. λέγεται και χαϊδευτικά κύρια για μικρά παιδιά από το απόκτημα -σπάνιο εύρημα, πολύτιμο κτήμα

πρίτσολας (ο)

παιδικό αθλητικό παιχνίδι, που παίζεται από ομάδα παιδιών. Στόχος του παιγνιδιού είναι η κατάρριψη ενός λίθου, του πρίτσολα,  που στήνεται όρθιος σε μεγάλη πέτρα. Ο παίχτης που θα γκρεμίσει τον πρίτσολα σημαδεύοντας τον από μακριά με μια πέτρα, είναι ο νικητής. Η αποκάτω μεγάλη πέτρα λέγεται τσίρκαλος. Σε αρκετή απόσταση . . . Περισσότερα

ρεκούπερο

βοήθεια για ανακούφιση, για ανάκτηση της υγείας / το γιατροσόφι. (Από το ιτλ. ρμ. ricuperare = ανακτώ, αποκτώ εκ νέου / ricupero = η ανάκτηση, το ανακτηθέν).

ρεμέντιο (το)

πρόχειρη νοσηλεία, πρώτες, κατά τη λαϊκή ιατρική πάντοτε, βοήθειες, γιατροσόφια, ξόρκια, διάβασμα απ΄ τον παπά κ.λπ. μπαλώνω, διορθώνω φθαρμένα ρούχα ή άλλο μισοκατεστραμμένο αντικείμενο. μτφ.: “η υπόθεση χωράει ρεμέντιο”, δηλ. δεν μπορεί να τακτοποιηθεί. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεμέντιο /τὸ/ (Ἰ. rimedio) = φάρμακον, θεραπεία, νοσηλεία. . . . Περισσότερα

σαλίτζο (το)

το “καλιγωμένο” σαν καλντερίμι δάπεδο των χαμώγιων σπιτιών, αλλά και το πλακόστρωτο μέρος μπροστά ή από μέσα, στις πόρτες των σπιτιών. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαλίτζο /τὸ/ (Ἰ. solido) = τὸ πρὸ τῆς θύρας πλακόστρωτον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης (ο). Το “καλιγωμένο” δ΄πεδο των αυλών. . . . Περισσότερα

σαλτσοῦνι

Σαλτσοῦνι /τὸ/ (Ἰ. salsciccione) = ἁλάς, σαλάμι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης το σαλάμι Από το Ιτλ. salsume = αλλαντικά, αλίπαστα Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

σένα (η)

η σκηνή, ο καυγάς, το επεισόδιο. φράση: “Πρόσεχε, γιατί εγώ κουμπαρούλα μου, θα σ΄ κάνω μεγάλη σένα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης σκηνή, επεισόδιο, καυγάς Το Ιτλ. scena = η σκηνή, το θέατρο Fare una scena = κάνω επεισόδιο, καυγαδίζω Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά . . . Περισσότερα

σεντέκολο

Σεντέκολο /τὸ/ (Ἰ. sano sentarsi) = καχεκτικός, ἰσχνός, ἀδύνατος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης σεντέκολα = (σκπτ) η κακογηρασμένη και μπεμπεκίζουσα γυναίκα, αλλά και η ασουλούπωτη, ατημέλητη (πιθ. από το Ιτλ. cento = εκατό ή τη λέξη  secolo = εκατονταεής, αιώνας) Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε . . . Περισσότερα

σέστα (τα)

απαντά στον πληθ. = σε καλή κατάσταση, στα καλά του. φράση: “Είμαι στα σέστα μου” και το αντίθετο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης τάξη σειρά, νοικοκυροσύνη (Από το Ιτλ. assetto = η τάξη, η σειρά /  assestare =διευθετώ, τακτοποιώ, συγυρίζω) Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά . . . Περισσότερα

σιόνια

τενεκεδένιοι σωλήνες σε σχήμα Π, με τους οποίους γινόταν η μετάγγιη του κρασιού από τα βαρέλια στη μαστέλα. Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

σιόρα μάρε

(χρτ. ή σκπτ.) η μάνα (επίθ.  από πρφθ.  του Ιτλ. signora madre = κυρία μητέρα, ενώ την ίδια ερμνεία δίνω και γαι το σιόρ πάρες).

σκαρτίνι

λαχνός στο παιχίδι “καρτέλες“. Είναι 13 χαρτιά της τράπουλας από τον Άσσο μέχρι και το Ρήγα. σκαρτίνια = cartina =  πλεονάζον, άχρηστο, άκαρπο φύλλο χαρτοπαικτικά. Δες λεπτομερώς το παιχνίδι [εδώ].

σουαράδες

(σκπτ) κάθε σπιτική μικροδιασκέδαση, κύρια βραδινή απο το γαλλ. σουαρέ = εσπερίδα

σούγο

η νοστιμιά, η ουσία, το ζουμί (από το Ιτλ. sugo = η ουσί, το ζουμί η το succo = ο χυμός και μτφρ. η ουσία, το ζουμί.

σουλάτσα

(μτφρ) τα πηγαινέλα, οι βόλτες χωρις συγκεκριμένο σκοπό, χάριν αναψυχής (από το Ιτλ. solazzo = ψυχαγωγία, διασκέδαση)

σπαλέτα (η)

μπροστομάντηλο τετράγωνο που διπλωνόταν τριγωνικά και το φορούσαν οι νυφάδες και γενικά οι παντρεμένες. Βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα ανοιχτά χρώματα και το ύφασμά της είναι μεταξωτό (κρέπι) ή μπαμπακερό, πάντα όμως φιοράτο πλούσιο, κροσσωτό με υφαντές φιγούρες. Σπαλέτες έδιναν και στην προίκα. Σε προικοσ. του 1852 του συμβολαιογράφου Ι. . . . Περισσότερα