Όλα τα λήμματα από Γλωσσάριο Παναγιώτη Ματαφιά
εξάρτημα του νερόμυλου. Πρόκειται για τον ρυθμιστή της ποιότητας του αλευριού που έβγαινε. Δηλαδή αν είναι ψιλό, μέτριο, ή χοντροκομμένο ανάλογα πως το ήθελαν. Αυτό κανονίζοταν με το ανεβοκατέβασμα του απανωλιθαριού, έργο που γινόταν με τον σταυρό, που ήταν κάθετος άξονας απο αγριόξυλο, που το κάτω μέρος του ήταν μπληγμένο . . . Περισσότερα
(μτφ) στηρίγματα, δυνάμεις (Από το Ιτλ. stegola = η λαβή του αρότρου και stegolo = η αντένα ανεμόμυλου)
εκπλήσσομαι, τα χάνω Ηθογραφίες Λευκαδίτικες, Ανδρ. Φίλιππα Χαριτωνίδου / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας απορώ, εκπλήσσομαι. Από το ιτλ. ρήμα stupire = εκπλήσσω, καταπλήσσω και sturipsi =μένω εμβρόντητος Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε
διευθετώ κάτι με ευκολία, προαισθάνομαι, διευκρινίζω, εξηγώ κάτι με λεπτομέρειες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στρολεγάρω (Ἰ. strologare, ἀστρολογῶ) = προγιγνώσκω, σχολιάζω, διευκρινίζω, λεπτολογῶ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης αραδιάζω, πραμυθολογώ, εξιστορώ (πιθ. από το Ιτλ. strologare = παρατηρώ, διαβάζω τα άστρα / προφητεύω ή συνθετη έκη . . . Περισσότερα
το σύρε κι έλα, πηγαινοερχότανε
πρόχειρα, παντοφλοειδή παπούτσια, κυρίως τα τσόκαρα (πιθανότατα, από τον τρόπο που σύρονται κατά το βάδισμα)
πιο πριν, νωρίτερα (Από το Ιτλ. bonora)
η σεισμική δόνηση, το τράνταγμα (από το Ιτλ. teramoto = ο σεισμός) βλ. και τεραμότο και ταραμότο
το ποδήλατο. Ονομασία παλιά, που σήμερα δε χρησιμοποιείται. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ο Παναγ. Ματαφιάς το λέει τελοσπέτη Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε
δοχείο νυχτός βλ. τσαγκουλιέρης
“Επάγγελμα” που ούτε την ακριβή εποχή της παρουσίας του γνωρίζουμε, αλλά ούτε καν για την ίδια την ύπαρξη του είμαστε βέβαιοι. (…) Ο τσαγκουλιέρης φτάνει μέχρι εμάς, πολύ αμυδρά, μέσα από σκώμματα ή χαριτολογήματα, που λέγονταν για να περιπαίξουν τους κατοίκους της πόλης. Θεωρούμε υποχρέωσή μας να το καταγράψουε, όπως . . . Περισσότερα
το μονόλεπτο, το 100στό της δραχμής (από το Ιτλ. centesimo= γεν, το εκατοστό)
Μια λέξη, όχι αποκλειστικά “δική” μας, με πολλές σημασίες απ΄ τις οποίες θα σημειώσουμε δύο. τις πιο εύχρηστες σε μας. Τσούζει το σπίρτο (οινόπνευμα) στην πληγή και το “τσούζει” κάποιος το κρασί. (Αλλά και το τσουχτερό κρύο κ.π. άλλα). Ετυμολογικά προέρχεται από το αρχαίο σίζω (σφυρίζω) -τζίζω- τσούζω (μεσαιωνικό ρήμα). . . . Περισσότερα
(ιδμ) η σωματώδης, η ευτραφής, κρλ. η έχουσα εύρος, διάσταση
κάθε ενδυμασία μη τοπική, η (ενδυμασία) ευρωπαϊκής μόδας.
Μια λέξη που την χρησιμοποιούμε στο χωριό. Γυναίκες κυρίως, γιατί αυτές αφορά ο χαρακτηρισμός και η προσφώνηση “φρεγάδα μ΄” και που οι Λευκαδίτες Λάζαρης και Κοντομίχης δεν την καταγράφουν. Φρεγάδα και φρεγάτα είναι ως γνωστόν ένα όμορφο πολεμικό πλοίο, αλλά η λέξη μεταφορικά στη λαϊκή γλώσσα σημαίνει, κατ΄ αναλογίαν, “γυναίκα . . . Περισσότερα
ο διαπομπευμένος, ο ατιμασμένος. Φρουστάδα = η αποδοκιμασμένη γυναίκα, η γυναίκα με ανήθικη συμπεριφορά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φρουστάδος -α -ο (Ἰ. frustare) = προσβεβλημένος, ἀτιμασμένος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης “Η αποδοκιμασμένη γυναίκα” (Κοντομίχης). Ακριβέστερος ο Ματαφιάς: “χαριτολόγημα, η ναζιάρα, η παιχνιδιάρα” και πιθανολογεί . . . Περισσότερα
τοπικό γλύκισμα φούρνου πίττα από αλεύρι, λάδι και ζάχαρη βλ. λαδόπιτα
πεντακάθαρο (κρλ) ωραίο στάλαχτο = διϋλισμένο, φιλτραρισμένο