σπαλέτα (η)
μπροστομάντηλο τετράγωνο που διπλωνόταν τριγωνικά και το φορούσαν οι νυφάδες και γενικά οι παντρεμένες.
Βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα ανοιχτά χρώματα και το ύφασμά της είναι μεταξωτό (κρέπι) ή μπαμπακερό, πάντα όμως φιοράτο πλούσιο, κροσσωτό με υφαντές φιγούρες. Σπαλέτες έδιναν και στην προίκα.
Σε προικοσ. του 1852 του συμβολαιογράφου Ι. Κατηφόρη (Νο 76) διαβάζομε: “της δίνομεν και μια σπαλέταν”.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της σπαλέτας είναι τα απλά και όμορφα χρυσαφικά της: οι σπίλες, τα ποντάλια και οι κορφοβελόνοι.
Η σπαλέτα φοριέται με την παραδοσιακή φορεσιά, τα λεγόμενα “Ρωμαίικα“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπαλέττα /ἡ/ (Ἰ. spallino -eta) = ἐπώμιον, τετράγωνον κροσσωτὸν ὕφασμα διαγωνίως διπλούμενον δι’ οὗ περιβάλλεται ἡ ράχις, οἱ ὦμοι καὶ τὰ στήθη τῶν γυναικῶν εἰς τὴν ἐγχώριον στολήν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ο Παναγ. Ματαφιάς το δίνει από το Ιτλ. spalletta = παραπέτο, θωράκιο.
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε