σαλίτζο (το)
το “καλιγωμένο” σαν καλντερίμι δάπεδο των χαμώγιων σπιτιών, αλλά και το πλακόστρωτο μέρος μπροστά ή από μέσα, στις πόρτες των σπιτιών.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σαλίτζο /τὸ/ (Ἰ. solido) = τὸ πρὸ τῆς θύρας πλακόστρωτον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
(ο). Το “καλιγωμένο” δ΄πεδο των αυλών. Τα προτεινόμνα απο τους Λάζαρη (solido) και Ματαφιά (saliscendi) δεν ευσταθούν. Και η ερμηνεία του Ματαφιά “κατώφλι” λαθεμένη. Θέλει έρευνα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
σαλίτζο (τό): τό πλακόστρωτο πρό τῆς εἰσόδου, (BEN. solìdo).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Σαλίντζο = τό μή ξύλινο δάπεδο, πού εἶναι ἀπό πλάκες, τσιμέντο κ.λπ.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
το σκαλοπάτι της εισόδου, το κατώφλι (πιθ. από το Ιτλ. saliscendi = ανεβοκατέβασμα).
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε