Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Γλωσσάριο Παναγιώτη Ματαφιά

(με) σασ(ι)νάρ(ει)ς

με φορτώνεσαι, με ενοχλείς (πιθ. από το Ιτλ. asinao = γάιδαρος/α,  asinaggine = γαιδουριά, κτηνωδία) βλ. και σασ(ι)ναμέντο

(να (ν)τ΄νε) φάει (στο κρεβάτ΄)

Ή να (ν)τ΄νε φάει στο στρώμα. κατάρα που ακούγονταν πάντα στις γειτονιές της Χώρας από νοικοκυρές που χάνανε κότα, γεγονλος πολυ συνηθισμένο. Το λέγανε περισσότερο μήπως φοβηθεί η “κλέφτρα”και ελευθέρωνε το πουλερικό. Συνήθως αυτοί που έκλεβαν τις κότες, φρόντιζαν να στρώνουν το τραπέζι τους σε ένα πλατύ κρεβάτι ή να . . . Περισσότερα

αβανίστρα

(ιδμ) συκοφάντισα, κακόγλωσση (μτφρ το Ιτλ avania = καταδυνάστευση, υπερβολή) Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε Ετυμολογική σημείωση: Βλ. και αβανιά (Π.Γ. Κριμπάς)

αβέρτα πάγκα

(σχήμα λόγου) η απλοχεριά, το κουβαρδαλίκι (απο το ιτλ averta = ελεύθερη + banca =τράπεζα) Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε Ετυμολογική σημείωση: για την ακρίβεια, παλ.ιταλ. averta [σήμερα aperta] ‘ανοιχτή’ και όχι ‘ελεύθερη’ (‘ανοιχτή τράπεζα’) (Π.Γ. Κριμπάς)

άγιατρος -η, -ο

ο βαριά χτυπημένος, ο πολύ λερωμένος. “μ΄ έκαμε απ΄ τις λάσπες, άγιατρο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης και αγιάτρος /θα γίνει/:  (μτφρ) θα λερωθεί πολύ (κρλ) δε θχ ΄χει γιατρεμό Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε Ετυμολογική σημείωση: από το δεσμευμένο στερητικό μόρφημα . . . Περισσότερα

ανακόλλι (το) και ανακώλι

θεραπευτικό σκεύασμα, μείγμα από ρακί, ασπράδι αυγού, σαπουνιού μπουγάδας, λαδιού, λιβανιού. Το έβαναν στη θέση του σημερινού γύψου σε σπασμένα χέρια και πόδια. Γινόταν σκληρό σαν πέτρα και το ενίσχυαν ολόγυρα με λεπτά σανιδάκια, που τα ΄δεναν γερά με βούρλο: “… Τρίψε μάρμαρο ψιλό και βάλε στάχτη του κέδρου και . . . Περισσότερα

αναριτσιάζω

ανατριχιάζω, αισθάνομαι ψύχος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀναρ(ι)τσ(ι)άζω:  (Ἰ. arriciare) = αἰσθάνομαι ψῦχος, φρικιῶ, ἀνατριχιάζω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης κατσαρώνω τα μαλλιά μου, ανατριχιάζω Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

ἀπόλ(ει)πος -η -ο

Ἀπόλ(ει)πος -η -ο:  (ἀπὸ-λείπω) = μὴ ἀπολειπόμενος, συχνάζων, παρών. (ἀπόλ(ει)πος -η -ο) Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης (ιδμ) παίρνει την έννοια του: να μη λείπουν, να υπάρχουν πάντα αντίθετα του: απολεἰπω = (κρλ) λείπω, ελλείπω, εκλείπω Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

απόφωνο (το)

η φωνή που έρχεται ακαθόριστη από μακριά. Η τελευταία κραυγή ανθρώπου ετοιμοθάνατου. Κατάρα: “Ν΄ ακούσω τ΄ απόφωνά σου, να δώσει ο Θεός κι η Παναγία”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπόφωνο: /τὸ/ (άπὸ-φωνὴ) = ἡ ὑστάτη κραυγὴ τοῦ βιαίως θνήσκοντος.  Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Κατάρα: . . . Περισσότερα

αύλακας

(σκωπτικά) η διώρυγα της Λευκάδας, όπως τη λένε οι ντόπιοι (μεγάλο αυλάκι)

αυλάκι

επιφανειακό ρείθρο, τμήμα του αποζετευτικού δικτύου της “Χώρας” άλλοτε

βλάχα (η)

χριστόψωμα σε σχήμα γυναίκας βλάχας, που δίνονται στα παιδιά (τα κορίτσια)  τα Χριστούγεννα. Περιέχουν μπαχαρικά, σταφίδες, μάραθο και κόλιαντρο. Που και που βάζουν και κάνα μύγδαλο ή καρύδι. Σπάνια τις ψήνουν σε ταψί ή νταβά. Τις απλώνουν στο μεσάλι και έπειτα τις βάζουν στο πλαστήρι και με αυτό τις πάνε . . . Περισσότερα

βολύμι (το)

μολύβι γραφής, κοινώς βολυμοκόντυλο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βολύμ(ι) /τὸ/ = μόλυβδος, μολύβι, μολυβδοκόνδυλον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης βολύμι (τό): μόλυβδος, μολύβι. Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου Ένα από τα πολλά μέσα οιωνοσκοπίας, στη Λευκάδα. Έλιωναν μολύβι στη φωτιά και τόρριχναν σ΄ ένα . . . Περισσότερα

βουρλισμένος (ο)

“Σαν βουρλισμένος, γιε μου, έκανε να φύγει να πάει να χαρτοπαίξει” – “Σα βουρλισμένη κάνει αυτή η κοπέλα” = εξαγριωμένος, πολύ ιδιότροπος, ερωτομανής κ.λ.π. βλ. και βουρλίζω και βουρλιμάρα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης “Βουρλ(ι)σμέν(ος/η) για τον Αη_Γεράσ(ι)μο” Πολλοί Λευκαδίτες, όπως και άλλοι Εφτανισιώτες έφερναν τους “δαιμονισμένους” (νευρασθενείς, . . . Περισσότερα

γλοζίρω ή με γλοζίρει ή γ(ου)λοζίρομαι

επιθυμώ κάτι, μου διεγείρεται η όρεξη, κυρίως για φαγητά, για νοστιμιές. “Τι να σου πω, αυτό το γλοζίρω πολύ”, και το αντίθετο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης (Με), σε 3ο πρόσωπο. Επιθυμώ κάτι με βουλιμία. Και αρνητικά “δε με γλωζίρει”. Από το ιταλικό ους. Golosita, η λαιμαργία, . . . Περισσότερα

δετορία (η)

στον πληθυντικό = οι πολυτελείς ανέσεις. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης (σκωπτικό), πολυτέλειες, ανέσεις. Πιθανή μετάφραση από την ιταλική  λέξη dottorato = το αξίωμα, ο τίτλος του διδάκτορα Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

δεφετάδος (ο)

ο φιλάσθενος, ο αρρωστιάρης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης αρρωστιάρικος, φιλάσθενος. Από το ιτλ difettoso = ελλατωματικός, ελλιπής, ατελής Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

δόμος (ο) ή δομός

ο όχθος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δομὸς /ὁ/ (δόμος) = σειρὰ οἰκοδομημένων λίθων, κάθετος τομὴ τοῦ ἐδάφους, ὄχθος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης σειρά οἰκοδομημένων λίθων, κάθετος τομή ἐδάφους, ὄχθος, (ΑΡΧ = δόμος). Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου πρανές, το κάθετα από χώμα χώρισμα . . . Περισσότερα