Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Γλωσσάριο Παναγιώτη Ματαφιά

ζαλίγκα

Η ποσότητα που μπορεί να φορτωθεί και να μεταφερθεί στην πλάτη μιας γυναίκας.

καζάρμα (η)

το κακοφκιαγμένο και φτωχικό σπίτι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχ μαγάλο σπίτι Ηθογραφίες Λευκαδίτικες, Ανδρ. Φίλιππα Χαριτωνίδου / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας (σκπτ) το ανοικοκύρευτο και άβολο σπίτι. Από το ιταλικό gaserma = στρατώνας Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

καντούνι (το)

το στενό σοκάκι στην πόλη και τα χωριά. Πολλά καντούνια είχαν και ονομασίες: το μακρύ καντούνι – το στενό καντούνι κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης   Καντοῦνι /τὸ/ (Ἰ. cantone, Ἀλ. κανdοῦνι) = ἀπόκεντρος δρόμος πόλεως ἢ χωρίου. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης καντούνι (τό): στενός δρόμος . . . Περισσότερα

καπιτάλια (τα)

κεφάλαιο, χρηματικό απόθεμα, περιουσία. “Δεν έχω καπιτάλια” – “Μου λείπουν τα καπιτάλια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καπ(ι)τάλια /τὸ/ (Ἰ. capitale) = οἰκονομ. κεφάλαιον, περιουσία, νοικοκυριό. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ο Ματαφιάς το αναφέρει καπετάλια Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

κάπος ντι φάτσιλε

τη φράση τη λέμε για κείνους που θέλουν να παριστάνουν τους σπουδαίους αρχηγούς, χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα. Η αντίστοιχη νεοελληνική φράση που ταιριάζει στην περίπτωση είναι: “παλικάρι της φακής” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης σκπτ. Εκείνοι που παριστάνουν τους σπουδαίους αρχηγούς, χωρίς αντίκρυσμα. Από τις ιαλικές λέξεις capo = . . . Περισσότερα

καρτέλλες

Ιταλικό είδος λόταρίας με τράπουλα (από το Ιτλ cartella = λαχνός. Ο άνθρωπος που “βγάζει” στις καρτέλλες κάτι, θα ΄πρεπε πρώτα να πουλήσει τα “σκαρτίνια” (τους λαχνούς), 13 χαρτιά από τον Άσσο μέχρι και τον Ρ΄γηα. Ο αγοραστής κάθε τέτοιου χαρτιού συμμετέχει στο παιχνιδι. Τα 13 αυτά τραπουλόχαρτα παίρνονταν από . . . Περισσότερα

κασσελέτα (η)

ξύλινο μικρό κιβώτιο χωρητικότητας δύο τενεκέδων πετρελαίου του κρατικού μονοπωλίου. Η κασσελέτα γι αυτό και ήταν γνωστή ως κάσσα πετρελαίου. Σ΄ αυτές τις μικρές κασσέλες οι πλανόδιοι ψαροπώλες έβαζαν τα ψάρια τους, τις φόρτωναν αμφίπλευρα στο υποζύγιο τους, κι από πάνω έμπαινανα καβάλα και αυτοί. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος . . . Περισσότερα

κατσάρω

λέγεται όταν δυο πλεούμενα -βάρκες κατά κανόνα- παραβγαίνουν σε ταχύτητα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κατσάρω (Ἰ. cazzare-cciare) = συναγωνίζομαι εἰς ταχυπλοΐαν ἢ ἐλασίαν, ἁμιλλῶμαι εἰς ταχύτητα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ο Π. Ματαφιάς αναφέρει τον ιδμ “κατσαρίστ(η)κε” με την έννοια του “του καρφώθηκε”, “του σφινώθηκε”, . . . Περισσότερα

κεφαλάρια (η)

ο πονοκέφαλος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κεφαλάρια /ἡ/ = κεφαλαλγία, ἡμικρανία, πονοκέφαλος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Κεφαλάρια = πονοκέφαλος, ἔχω μία κεφαλάρια (ἔχω ἕναν πονοκέφαλο). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ο Π. Ματαφιάς το δίνει ως “κεφαλάργια” με “γ” και ως πρφθ από . . . Περισσότερα

κομεντόρι (το)

η ντομάτα, το φυτό ο καρπός. “Βάλε μου δυο λίτρες κομιντόρια” – “Έχω κομεντόρια για φαΐ και για σαλάτα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κομ(ι)ντόρι /τὸ/ (Ἰ. Pomo d’ oro) = τὸ λυκοπέρσικον, ἡ τομάτα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης ή κομιντόρο. Από πρφθ της ιτλ λέξης . . . Περισσότερα

κοσάκια (επίρρ.)

το γλήγορο τρέξιμο, η τρεχάλα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης πιθ. από πρφθ της ιταλ. λέξης corsa = το τρέξιμο, η κούρσα Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

κουρμάδες (οι)

φκιάχνονταν με πεκιμέζι κι αλεύρι. Δουλεύουν καλά το μείγμα κι ύστερα το κόβουν σε μικρά κομμάτια σε μέγεθος μικρού αυγού. Τα κομμάτια αυτά τα πιέζουν ένα ένα πάνω στη συράτινη επιφάνεια ενός κόσκινου, για να διακοσμηθούν έτσι από τις ραβδώσεις των συρμάτων του. Όταν βγάλουν έτσι τις κουρμάδες από το . . . Περισσότερα

κουρούν(ι)κος

κουρούνικος, κουρούνκος: κακόμοιρος δόλιος, άτυχος Ηθογραφίες Λευκαδίτικες, Ανδρ. Φίλιππα Χαριτωνίδου / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας (σμπθ) καημένο, μαύρο (Πιθαν. από το κουρούνα, το μαύρο πουλί) Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

κρίση (η)

αρχειακή λέξη: δίκη: “Εις την κρίσι οπού έκαμα με τους Κλοναρέους μου επήγε κόπιες σκριτούρες κονσούλτους και άλα μονέδα λ.(ίτρα) 215″. (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας – 1744-1758) (σκριτούρα). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης (ιδμ) ομιλία, διάλεχτος Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

λενιάμι (το)

ξυλεία οικοδομών. φράση: “Το καράβι εξεφόρτωσε ξυλεία στην παραλία και γέμισε ο τόπος λενιάμι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λενιάμι /τὸ/ (Ἰ. legname) = ξυλεία οἰκοδομήσιμος ἢ ἐμπορεύσιμος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης λενιάμι (τό): ξυλεία, (BEN. legname). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου Η ξυλεία. Καθαρά ιταλική . . . Περισσότερα

λούτ(ι)μο τάγιο (φρ)

το αδιέξοδο, η εσχατιά, το μεταίχμιο. (Από πρφθ. της Ιταλ. λέξης ultimo = τελευταίο  + taglio = ευκαιρἰα, η κατάλληλη στιγμή)

μαγιατσέλα

(ιδμ) μικρή τσιπούρα, στο αρχικό στάδιο της ανάπτυξής της βλ. και μαγιατσέλι

μαλίνια

φορτικός, σχολαστικός, τυρανικός (μτφ. από το ιταλικό maligno = κακοήθης, ανθυγιεινός + διάβολος)

μαντενούτα (η)

η ερωτευμένη που συντηρείται από τον εραστή της. (ιτ. mentenuta). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ο Παναγιώτης Ματαφιάς στο Ἁπ΄ τον Αη Μηνά ίσαμε τον Πόντε” το αναφέρει ως “μαντενούντα” Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

μαντές ή ματές

διάδοση, αφορμή, θέμα κουτσομπολιού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαντὲς /ὁ/ (Ἰ. mantare) = εἴδησις, διάδοσις, κουτσομπολιό. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης ήταν σπουδαίο πράμμα, θέμα, αφορμή (πιθ.  από πρφθ της ιταλικής λέξης matera ή materia = η ύλη (γεν. + το θέμα, το αντικείμενο, η αφορμή) Παναγιώτης . . . Περισσότερα

μαστέλα (η)

χαμηλός ξύλινος κάδος, που τον χρησιμοποιούσαν για τη μετακόμιση του κρασιού από το βαγένι στα ασκιά ή από το τρόκολο (πιεστήριο τσίπουρων) στα βαγένια. Τις μαστέλες όμως τις χρησιμοποιούσαν και για άλλες δουλειές. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Την εποχή που το μαύρο Λευκαδίτικο κρασί ήταν περιζήτητο στις . . . Περισσότερα

μέντες

Δεν πρόκειται για το γνωστό μυριστικό φυτό μέντα, ούτε για καραμέλες, που στην εποχή μου στοίχιζαν πέντε δεκάρες το σωληνάρι. Εδώ σημαίνει το νου, το μυαλό του ανθρώπου. Ο καθηγητής Ανδρεάς Παναγόπουλος στο βιβλίο του “Τάξεις και αταξίες” (σελ. 112) σημειώνει: “Τα μέντε τα κρητικά, από τα βενετσιάνικα ιταλικά,, ο . . . Περισσότερα