ρεμέντιο (το)
- πρόχειρη νοσηλεία, πρώτες, κατά τη λαϊκή ιατρική πάντοτε, βοήθειες, γιατροσόφια, ξόρκια, διάβασμα απ΄ τον παπά κ.λπ.
- μπαλώνω, διορθώνω φθαρμένα ρούχα ή άλλο μισοκατεστραμμένο αντικείμενο.
μτφ.: “η υπόθεση χωράει ρεμέντιο”, δηλ. δεν μπορεί να τακτοποιηθεί.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρεμέντιο /τὸ/ (Ἰ. rimedio) = φάρμακον, θεραπεία, νοσηλεία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ρεμέντι.
Έτσι αναφέρεται από τον Παναγιώτη Ματαφιά
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε