Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρεμέντιο (το)

  1. πρόχειρη νοσηλεία, πρώτες, κατά τη λαϊκή ιατρική πάντοτε, βοήθειες, γιατροσόφια, ξόρκια, διάβασμα απ΄ τον παπά κ.λπ.
  2. μπαλώνω, διορθώνω φθαρμένα ρούχα ή άλλο μισοκατεστραμμένο αντικείμενο.
    μτφ.: “η υπόθεση χωράει ρεμέντιο”, δηλ. δεν μπορεί να τακτοποιηθεί.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρεμέντιο /τὸ/ (Ἰ. rimedio) = φάρμακον, θεραπεία, νοσηλεία.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


ρεμέντι.

Έτσι αναφέρεται από τον Παναγιώτη Ματαφιά

Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.