μέτορο
(ιδμ) αστείο, χωρατό, πείραγμα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
(ιδμ) αστείο, χωρατό, πείραγμα
(ιδμ) μου σήκωσες (μτφ) μου έφερες, μου προκάλεσες
ο ανόητος, ο κουτός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπαγιακόκος /ὁ/ (Ἰ. baj-coccare) = μικρόνους, εὐήθης, βλάξ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης (σμπθ) το μικροκαμωμένο + αστείο άτομο / κυρίως χαϊδευτικό επι παιδιών (σύν. λέξη από το ιταλ. baia = αστείο + cocco αβγό, κακό και χαϊδεμένο παιδί . . . Περισσότερα
καυγάς, ξυλοκόπημα, χορός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης (σκπτ) ο σεισμός (από το γαλλικό balancer = ταλαντεύω + χορός Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε
(χρτ) μπράβο, εντάξει, έχει καλώς (από το ιταλικό ρήμα va = πάει + το επίρρ. bene = καλά, πάει καλά)
πράγμα ευτελές, ανάξιο λόγου, μικρό, μικρούτσικο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπίο-μπὸ /τὸ/ (Ἰ. pio-po) = εὐσπλαχνικῶς ὀλίγον, τόσο δά, ἐλάχιστον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης (μτφ) το χωρίς μεγάλη αξία, το ανάξιο λόγο. Από πρφθ του oboe= μικρό πνευστό όργανο. Ολοκληρωμένη η φράση είναι: “ένα μπιομπό και . . . Περισσότερα
βερεσέ, με πίστωση ” Πόσο τ΄ αγόρασες το κρέας;” – “Το πήρα μπιστιού”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπ(ι)στιοῦ /ἐπίρ./ = ἐν πίστει, ἐπὶ πιστώσει, ἄνευ καταβολῆς τοῦ ἀντιτίμου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Μονοσύλλαβη λέξη που μεταφράζεται “επί πιστώσει”. Αφορά τις αγορές, τα ψώνια. Συνηθέστατη στο . . . Περισσότερα
λερώνω με πολτώδες υλικό, χρώμα, κόλα, ζυμάρι. “Πέρασε ένα αυτοκίνητο μέσα από τις λάσπες και με μπλάθρωσε” – “Το παιδιά μπλαθρώθηκε με ζυμάρι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπλαθρώνω = ἐμπλαστρῶ, ἐπιθέτω ἔμπλαστρον, ἐπιχρίω διὰ πολτώδους ἀκαθαρσίας. «εἶχε τὸ παιδὶ στὴν κνιὰ μπλαθρωμένο μὲ τ’ μαγαρσά του». Τα . . . Περισσότερα
η κουνίστρα, η πεταχτούλα, (μτφ) η ελαφρών ηθών γυναίκα Από το Iτλ. ρ. muovere = κουνώ / muoversi = κουνιέμαι
ο δήμιος, ο δολοφόνος. μτφρ = ο απόνετος, ο σκληρός. φράσεις: “Ε μωρέ μπόγια, τι έκαμες μωρέ;”, σε περίπτωση μεγάλης αταξίας. “Μπα το μπόγια, θα με πάρει στο λαιμό του”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπόγιας /ὁ/ (Ἰ. boja) = δήμιος, δολοφόνος, βασανιστής. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα
μεγάλα ξύλινα βαρέλια κρασιού βλ. μαστέλα Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε
(σκπτ) η σπιτοσυγύριση (γεν) (Από το Ιτ. mobiliatuta = η επίπλωση γεν. / mobilia = έπιπλα)
(σκπτ) τα ορεκτικά τα εκλεκτα εδέσματα. (μτφ) από το Ιτλ. buon appetito = καλή όρεξη
μικρό μπουκάλι, το φιαλίδιο (υπκ από το Ιτλ boccia= η μπουκάλα βλ. και μποτσόνι
προσωνυμία των κατοίκων της πόλης της Λευκάδας. Δόθηκε την εποχή των Βενετσάνων (1684-1797). Στη Βενετία υπάρχει το νησί Burano, νησί φτωχοψαράδων. ΟΙ κάτοικοί του λέγονται – και σήμερα- buranelli. Μερικοί από τους ψαράδες του Burano ήρθαν και στη Λευκάδα, όπου βρήκαν μια κατ΄ εξοχήν πόλη φτωχοψαράδων και τους έδωσαν το . . . Περισσότερα
Μπούτζαρο /τὸ/ (Τ. μουδζοὺρ) = μικρός, ἀτροφικός, εὐτελής, ἀσήμαντος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης κάθε τι ευτελές, χωρίς αξία (πιθ. από το Ιτλ. muzzaro = αγροίκος / +μτφ επί πραγμάτων = ευτελή, όχι καλής ποιότητας) Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε
(ττλ) σαν ανάκληση της όχι και τόσο κόσμιας προσφώνησης “μωρή”. Παίρνει την έννοια του “συγνώμη”
ιδιοτελής, συμφεροντολόγα (από το Ιτλ. interresato=συμφεροντολόγος, ιδιοτελής) βλ. νιτερέσο
(ιδμ) νάτες
σούπα καμωμένη με νερό, λάδι και ζυμαρικό (κοινώς “χήρα”)
είδηση, νέο (από το Ιτλ. noticia=είδηση, νέο)
ο νεωκόρος, ο ευταξίας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Νόντσολος /ὁ/ (Ἰ. nunzio -ale) = ὁ κλητὴρ τοῦ ἐπισκόπου, εὐταξίας. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης νεωκόρος, εκκλησιαστικός φροντιστής (από το Ιτλ. donzello= κλητήρας) Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε
έντομο που τσιμπάει κυρίως τα χοντρά, λεγόμενα, ζώα, γνωστό ως βροχομάντης Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ντάβανος /ὁ/ βλ. λ. τάβανος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης (μτφρ) η αφόρητη ζέστη, ο καύσωνας Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε
ερωτιάρης, αγαπητικός (από το Ιτλ damo = αγαπητικός)
μεγάλο γυάλινο ψαθόπλεχτο δοχείο υγρών (από το Ιτλ. damigiana)
(ιδμ) οι μαξιλαροθήκες
(ιδμ) παραμιλάς, παραλογίζεσαι
(ιδμ) ξεμωράθηκες
(σκπτ) οι μπεμπεκίζουσες γυναίκες, τα κοριτσάκια
(σκπτ) το μικρό και άβολο σπίτι (από το Ιτλ. palazzo = ανάκτορο, μέγαρο, παλάτι)