σένα (η)
η σκηνή, ο καυγάς, το επεισόδιο.
φράση: “Πρόσεχε, γιατί εγώ κουμπαρούλα μου, θα σ΄ κάνω μεγάλη σένα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
σκηνή, επεισόδιο, καυγάς
Το Ιτλ. scena = η σκηνή, το θέατρο
Fare una scena = κάνω επεισόδιο, καυγαδίζω
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε