ντορὸς
Ντορὸς /ὁ/ (ὄζω, ὀδμηρός; Ἰ. odore) = ὀσφρητικὸν ἴχνος θηράματος, ὀσμή. «βρωμάει ὁ ντορός του».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ντορὸς /ὁ/ (ὄζω, ὀδμηρός; Ἰ. odore) = ὀσφρητικὸν ἴχνος θηράματος, ὀσμή. «βρωμάει ὁ ντορός του».