καντούνι (το)
το στενό σοκάκι στην πόλη και τα χωριά.
Πολλά καντούνια είχαν και ονομασίες: το μακρύ καντούνι – το στενό καντούνι κ.λπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καντοῦνι /τὸ/ (Ἰ. cantone, Ἀλ. κανdοῦνι) = ἀπόκεντρος δρόμος πόλεως ἢ χωρίου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
καντούνι (τό): στενός δρόμος (ΒΕΝ. cantòn, IT. cantone).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
(μτφ) στο αγνάντιο, στο φόρο. Από το ιτλ cantone = η περιοχή, το αγκωνάρι
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε