Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καπιτάλια (τα)

κεφάλαιο, χρηματικό απόθεμα, περιουσία.
“Δεν έχω καπιτάλια” – “Μου λείπουν τα καπιτάλια”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καπ(ι)τάλια /τὸ/ (Ἰ. capitale) = οἰκονομ. κεφάλαιον, περιουσία, νοικοκυριό.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ο Ματαφιάς το αναφέρει καπετάλια

Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

Ένα Σχόλιο

  1. Η μητέρα μου,η οποία ήταν Σαρακατσάνα με μηδενικές γραμματικές γνώσεις, όταν ήθελε να πει ότι κάποιος έχει πολλά λεφτά, μεγάλη περιουσία, έλεγε ότι αυτός έχει πολλά καπιταλια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.