καπιτάλια (τα)
κεφάλαιο, χρηματικό απόθεμα, περιουσία.
“Δεν έχω καπιτάλια” – “Μου λείπουν τα καπιτάλια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καπ(ι)τάλια /τὸ/ (Ἰ. capitale) = οἰκονομ. κεφάλαιον, περιουσία, νοικοκυριό.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ο Ματαφιάς το αναφέρει καπετάλια
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε
Alex -
Η μητέρα μου,η οποία ήταν Σαρακατσάνα με μηδενικές γραμματικές γνώσεις, όταν ήθελε να πει ότι κάποιος έχει πολλά λεφτά, μεγάλη περιουσία, έλεγε ότι αυτός έχει πολλά καπιταλια.