κεφαλάρια (η)
ο πονοκέφαλος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κεφαλάρια /ἡ/ = κεφαλαλγία, ἡμικρανία, πονοκέφαλος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κεφαλάρια = πονοκέφαλος, ἔχω μία κεφαλάρια (ἔχω ἕναν πονοκέφαλο).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ο Π. Ματαφιάς το δίνει ως “κεφαλάργια” με “γ” και ως πρφθ από το ιτλ. cefalargia = πονοκέφαλος
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε