κατσάρω
λέγεται όταν δυο πλεούμενα -βάρκες κατά κανόνα- παραβγαίνουν σε ταχύτητα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατσάρω (Ἰ. cazzare-cciare) = συναγωνίζομαι εἰς ταχυπλοΐαν ἢ ἐλασίαν, ἁμιλλῶμαι εἰς ταχύτητα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ο Π. Ματαφιάς αναφέρει τον ιδμ “κατσαρίστ(η)κε” με την έννοια του “του καρφώθηκε”, “του σφινώθηκε”, “επιθύμησε” (πιθ. από πρφθ του ρμ. κατσάρω = παρουσιάζω)
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε