απορριμμένη
Απορριμμένη (σκύλα). Συνηθισμένη παρομοίωση για μια γυναίκα που απόβαλε ή έκανε άμβλωση (έρριξε το παιδί). Έγινε -λέει- σα σκύλα απορρμένη.
Ετυμολογικά, αποριγμένη (με απλοποίηση των δυο -ρρ- σε ένα), με ρήμα (εδώ) από(ε)ρίχνω, αρχαίο απορρίπτω (Κριαράς).
Ο Σκαρλάτος έχει μετοχή απορριχμένος (με -χ-), αρχαίο “απερριμμένος” (με δύο -μμ-) και θα πει απόβλητος, εκβόλιμος (αποβολή-έκτρωση).
Έχει βέβαια και άλλες σχετικές σημασίες το ρήμα ιδίως στην καθαρεύουσα ως απορρίπτω (μαθητής π.χ. από την εξέταση). Το “ρήγνυμι” του Λάζαρη, σπάω, εδώ άσχετο.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης