Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

απορριμμένη

Απορριμμένη (σκύλα). Συνηθισμένη παρομοίωση για μια γυναίκα που απόβαλε ή έκανε άμβλωση (έρριξε το παιδί). Έγινε -λέει- σα σκύλα απορρμένη.
Ετυμολογικά, αποριγμένη (με απλοποίηση των δυο -ρρ- σε ένα), με ρήμα (εδώ) από(ε)ρίχνω, αρχαίο απορρίπτω (Κριαράς).

Ο Σκαρλάτος έχει μετοχή απορριχμένος (με -χ-), αρχαίο “απερριμμένος” (με δύο -μμ-) και θα πει απόβλητος, εκβόλιμος (αποβολή-έκτρωση).

Έχει βέβαια και άλλες σχετικές σημασίες το ρήμα ιδίως στην καθαρεύουσα ως απορρίπτω (μαθητής π.χ. από την εξέταση). Το “ρήγνυμι” του Λάζαρη, σπάω, εδώ άσχετο.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.