ἀπόλ(ει)πος -η -ο
Ἀπόλ(ει)πος -η -ο: (ἀπὸ-λείπω) = μὴ ἀπολειπόμενος, συχνάζων, παρών. (ἀπόλ(ει)πος -η -ο)
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
(ιδμ) παίρνει την έννοια του: να μη λείπουν, να υπάρχουν πάντα
αντίθετα του: απολεἰπω = (κρλ) λείπω, ελλείπω, εκλείπω
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε