Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βουρλισμένος (ο)

“Σαν βουρλισμένος, γιε μου, έκανε να φύγει να πάει να χαρτοπαίξει” – “Σα βουρλισμένη κάνει αυτή η κοπέλα” = εξαγριωμένος, πολύ ιδιότροπος, ερωτομανής κ.λ.π.

βλ. και βουρλίζω και βουρλιμάρα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


“Βουρλ(ι)σμέν(ος/η) για τον Αη_Γεράσ(ι)μο”

Πολλοί Λευκαδίτες, όπως και άλλοι Εφτανισιώτες έφερναν τους “δαιμονισμένους” (νευρασθενείς, ψυχοπαθείς, κ.λπ) στην Κεφαλλονιά, στη γιορτή του Αγίου Γγερασίμου, πιστεύοντας ότι στη λιτανεία με το πέρασμα της εικόνας του αγίου πάνω από τον άρρωστο, θα γινόταν ένα θάμα και θα τον γιάτρευε.

Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.