ζ(υ)γώνω
Ζ(υ)γώνω (ζυγόω) = πλησιάζω, προσεγγίζω, καταφθάνω. ζυγώνω
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
πλησιάζω. “Για ζύγωσε ..”. Από το αρχαίο ζυγώ, ενώνω, υπό τον ίδιο ζυγό. “μη ζυγώσεις κακομοίρη μου. κ.τ.ό.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης