ζαγανάς (ο)
χειροπρίονο μικρό με στενή λάμα. Μερικοί ζαγανάδες είναι κυρτοί, μοιάζουν με ζήτα μικρό (ζ). Υπάρχει τοπωνύμιο Ζαγανάς και παρατσούκλι επίσης (Κώστας Πάλμος, Μεγανησιώτικα, σελ 64).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζαγανᾶς /ὁ/ (ἠχητ.) = εὐμεγέθης χειροπρίων μὲ στενὸν ἕλασμα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ζαγανάς (ὁ): χειροπρίονο μέ στενή λάμα.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Ζαγανᾶς, § εἶδ. πρίονος.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου