Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζάθος (ο)

παράσιτο, σκουλήκι που φωλιάζει κάτω από το δέρμα των μηρυκαστικών και υποζυγίων.  Βαλαωρίτης Φωτεινός, Γ΄: “Του λόγγου τ΄ αγριοδάμαλο … / ν΄ αναχαράζει βάρυπνο, να το τρυπάν οι ζάθοι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζάθος /ὁ/ (ζῷον-θάω) = παράσιτος σκώληξ τῶν ὑποζυγίων καὶ μηρυκαστικῶν ὑπὸ τὸ δέρμα μὲ τὴν οὐρὰν διαφαινομένην πως.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ζάθος = παράσιτο τῶν μηρυκαστικῶν, ἰδίως τῶν αἰγοπροβάτων πού διαβιοῖ μεταξύ δέρματος καί σάρκας μέ ἀνοιχτή ὀπή.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Ζάθος, § ἐξόγκωμα γεννώμενον κατὰ τὸ ἔαρ ὑπὸ τὸ δέρμα τῶν ζῴων καὶ μάλιστα τῶν αἰγῶν καὶ βοῶν.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.