ζαβώνω και ζαβόνω
κάνω κάτι ζαβό: ξύλο, σίδερο, πρόγκα κ.λ.π.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζαβόνω § ποιῶ ζαβόν· ἴδ. ζαβός -ή – ό
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
κάνω κάτι ζαβό: ξύλο, σίδερο, πρόγκα κ.λ.π.
Ζαβόνω § ποιῶ ζαβόν· ἴδ. ζαβός -ή – ό
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου