ζαλιάρ(η)ς 10 Ιαν, 2017 Ζ 0 Σχόλια 0 Ζαλιάρ(η)ς -ω (ζάλη) = προκαλῶν φροντίδας καὶ ἀνησυχίας, ἰδιότροπος, ναζιάρης, φορτικός.