Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζαβά (επίρρ)

  1. Στραβά, όχι ίσα, όχι ανάποδα: “Δεν μου πάνε καλά οι δουλειές, όλα ζαβά μου ΄ρχονται.
  2. Η πρόγκα πήγε ζαβά, στραβά, ζάβωσε.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζαβὰ /ἐπίρ./ (σαβός, ζαμενής;) = ἀναρμόστως, δυσμενῶς, ἀπευκταίως.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.