ζάβγια
κόπιτσα, μικρή πόρπη.
Είναι σε δυο κομμάτια, αρσενικό και θηλυκό, και θηλυκώνουν. Μπαίνουν κυρίως στα γυναικεία φορέματα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζάβ(γ)ια /ἡ/ (ζεῦγος, ζεῦξις, Ἀλ. ζάβεα) = συρμάτινος ζευκτὴρ γυναικείων ἐνδυμάτων (ἀρσενικὸ-θηλυκό).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ζάβια. Κόπιτσα, μικρή πόρπη (Κοντομίχης). Έρευνα, “αβεβαίου ετύμου” είναι το ζαβός (στραβός). Στην Καρυά, ο Μανώλης (Μπουρσινός) στο “πλούσιο” για την εποχή μπακάλικο του διέθετε για τις νοικοκυρές ζάβιες σε κουτάκι, αρσενικές και θηλυκές για τα φουστάνια των γυναικών και άλλες χρήσεις.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ζάβγιες, οι: (ρ. ζεύγνυμι = ενώνω ή και θηλυκώνω), οι ζευκτήρες (θηλυκό-αρσενικό) στο μπούστο του φουστανιού, της παραδοσιακής φορεσιάς.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα