ζαβο(υ)ρλιάρ(η)ς -ω
Ζαβο(υ)ρλιάρ(η)ς -ω (Αἰολ. ζα-βάλλω) = κακόπιστος, στρεψόδικος, παράσπονδος.
ζαβουρλιάρης -ω / ζαβορλιάρης -ω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ζαβο(υ)ρλιάρ(η)ς -ω (Αἰολ. ζα-βάλλω) = κακόπιστος, στρεψόδικος, παράσπονδος.
ζαβουρλιάρης -ω / ζαβορλιάρης -ω