Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Θ

θρούμπη (η)

το φυτό θρούμπα, θυμάρι. Έχει μια ευχάριστη ευωδία. Οι χωρικές φκιάνουν με θρούμπες σκούπες, τις λεγόμενες θρουμπόσκουπες, με τις οποίες σκουπίζουν τις αυλές. Η θρούμπη έχει και θεραπευτικές ιδιότητες: “Κοπάνησε τη ρίζα του ξηρού θρούμπου και ανακάτωσον, μετά ιδέ τη και πίνων νερό και παύει ξερατόν” (Η λαϊκή ιατρική στη . . . Περισσότερα

θρουμπί (το)

το μαγγανισμένο λινάρι το ΄καναν σκλιά και θρουμπία. Κάθε θρουμπί είχε 5-6 σκλιά. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

θρουμπορίγανη (η)

το ποώδες και φρυγανώδες αρωματικό φυτό ύσσωπος ή σώπος. Ένα νεραϊδοτράγουδο λέει: “Θρούμπο, θρουμπορίγανη / κι άλλο ένα βότανο / να το ΄ξερε η μανούλα σου,  / άλλο παιδί δεν έχανε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θρουμπορίγανη /ἡ/ (θύμβα, ὀρίγανον) = τὸ φρυγανῶδες ἀρωματικὸν φυτὸν ὕσσωπος ὁ . . . Περισσότερα

θρουμπόσκουπα

κατασκευαζόταν από ξερή θρούμπη και χρησίμευε για το σκούπισμα των αυλών ή του σπιτιού. Ακόμα ήταν απαραίτητη για τον καθαρισμό των βαγενιών πριν ρίξουν μέσα το κρασί. Είχε κωνικό σχήμα

θροφειό

Θροφειό. – Τὸ περιέχον ἀντὶ τοῦ περιεχομένου = μεταξοκάμπη.

θρύψαλο (το)

απαντά πάντα σχεδόν στον πληθυντικό. Τα θρύψαλα = διάλυση σε μικρά κομματάκια κάποιου πράγματος. φράσεις: “Έκαμες τα κουλουράκια θρύψαλα, βλέπω”, λέγεται σε μικρό παιδί όταν τρίβει ένα κουλούρι ή κάτι παρόμοιο. “Το τζάμι έσπασε και έγινε θρύψαλα” – “Γκρεμίστηκες και έκαμες το πόδι σου θρύψαλα”.

θρῶς

«Τί, θρῶς ποῦ γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα» (σελ. 287, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ). θόρυβος

θυμητικό (το)

το μνημονικό, η μνήμη. “Ο τάδε έχει πολύ καλό θυμητικό” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θ(υ)μ(η)τ(ι)κὸ /τὸ/ (ἐν-θυμοῦμαι) = ἐνθύμησις, μνήμη, μνημονικόν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

θυμός (ο)

δύναμη ανάπτυξης ενός φυτού, χειροτέρευση μιας φλεγμονής. “Το κλήμα μας έχει μεγάλο θυμό εφέτος, λόγω των βροχών.” – “Το πόδι μου βλέπω πάλι έχει θυμό.” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θ(υ)μὸς /ὁ/ = θυμός, ὀργή, ἔξαψις, δυναμικότης ἀναπτύξεως φυτοῦ ἢ φλεγμονῆς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Θυμός . . . Περισσότερα

θυμώνω

Εδώ με τη σημασία του φλογίζομαι, χειροτερεύω. Ο Βαλαωρίτης (367) σημειώνει: “εθύμωσε λέγεται επί πληγών υπό τη σημασίαν ότι εφλογίσθη” (Φωτεινός).

θυρίδα

Θυρίδα (Θυρίς). Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός   εσοχή στον τοίχο σπιτιού που την χρησιμοποιούσαν σαν ντουλάπι όπου τοποθετούσαν διάφορα χρήσιμα πράγατα και συχνά την κάλυπταν με πανί Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας