θειακούλα 10 Ιαν, 2017 Θ 0 Σχόλια 0 Θειακούλα /ἡ/ (ὑποκορ. τοῦ θεία) = καλὴ θεία, σεβαστὴ θεία, προσφιλεστάτη θεία.