θεριακὴ 10 Ιαν, 2017 Θ 0 Σχόλια 0 Θεριακὴ /ἡ/ (θέρω, θηριακός, Τ. τιργιὰκ) = φάρμακον σύνθετον ἐκ πολλῶν οὐσιῶν, ὄπιον.