Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

θαμπά (επίρρ)

βαθιά χαράματα, θάμπωμα, βαθύς όρθρος.
‘Ητανε θαμπά που ξεκινήσαμε πεζοί για τη Χώρα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Θαμπὰ (θάμβος) = ἐν ἀμφιλύκῃ, ἐν ἡμιφώτι, ὄρθρου βαθέως, χαράμματα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.