θερμαίνομαι
Θερμαίνομαι = πυρέσσω, κατατρύχομαι ἀπὸ πυρετούς, ἑλονοσῶ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Θερμαίνομαι = πυρέσσω, κατατρύχομαι ἀπὸ πυρετούς, ἑλονοσῶ.
αλάτι διαλυμένο σε ζεστό νερό. Με το διάλυμα αυτό κάνουν εντριβές σε πόνους του σώματος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θερμαλατιὰ /ἡ/ (θερμὸς-ἅλας) = διάλυμμα μαγειρικοῦ ἅλατος εἰς θερμὸν ὕδωρ δι’ ἐπιθέματα ἢ ἐντριβὰς πρὸς ἀνακούφισιν πόνου ἢ κόπου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
η θέρμη, ο πυρετός. Σε παλιό βιβλίο συνταγών λαϊκο-γιατρού (Θεοφύλ. Κατωπόδη – χωριό Πόρος) βλέπομε σχετικά με τους πυρετούς, τι έκαναν οι δυστυχισμένοι! “Το επίτιμον είναι βασιλικόν βοτάν, γίνεται εις τα φρύγανα και έχει βασιλικήν αρετήν. το όμοιον ιατρεύει την τριτζάνα και καρτάνα (=τριταίος και τεταρταίος πυρετός) και πάσα θερμασία” . . . Περισσότερα
ο πυρετός. Παλιότερα η λέξη ήταν συνώνυμη της ελονοσίας. Γι΄αυτό και το ρήμα θερμαίνομαι εσήμαινε όχι απλώς έχω πυρετό αλλά υποφέρω από πυρετούς της ελονοσίας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θέρμη /ἡ/ = πυρετός, ἑλονοσία. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
“,,,λέγονται και λομπάρια” βότανο για το συκώτι. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
θερμό ζαχαρόνερο, που δίνονταν στα μικρά παιδιά για να κατευνάσουν την πείνα τους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θερμοζάχαρη /ἡ/ = θερμὸν διάλυμμα ζακχάρεως διδόμενον εἰς ἐπικουρίαν ληφθέντος καθαρτικοῦ ἢ πρὸς κατευνασμὸν βρέφους κλαίοντος ἐκ πείνης ἐν ἀπουσίᾳ τῆς θηλαζούσης μητρός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
αισθάνομαι πυρετικό ρίγος, υποφέρω κατά διαλείμματα από πυρετούς. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θερμοριάζομαι («θέρμη»-ρῖγος) = ὑφίσταμαι εἰσβολὴν πυρετικοῦ ρίγους, κατατρύχομαι ἀπὸ διαλείποντα πυρετόν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Θεωρ(η)τ(ι)κὸς -ὴ -ὸ = μεγαλοπρεπής, ἐπιβλητικός, εὔσωμος. Θεωρητικὸς -ὴ -ὸ
Θεωρία /ἡ/ = ἐπιβλητικὴ ἐμφάνισις ἢ ὄψις (ἀνάστημα, ὕφος, ὡραιότης).
το γνωστό πλέγμα για ασφάλεια δεσίματος. Έχομε τη φράση “μόβαλε θηλιά στο λαιμό”, δηλ με επίεσε υπερβολικά, μ΄ έφερε σε αδιέξοδο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θ(η)λειὰ /ἡ/ (θήλεια) = δεσμός, ἀγκύλη, βρόχος ἀπαγχονισμοῦ ἢ συλλήψεως. «μὤβαλε θλειὰ νάν τ’ πάρω παπούτσα». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
δένω με θηλιά, κάνω τη θηλιά σκοινί, σπάγγο, κλπ. φράσεις: “Πρόσεξε μη θηλιαστεί η προβατίνα”, “Εθηλιάστηκε ο γάιδαρος κι από λίγο να πνιγεί με το σκοινί του”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θ(η)λειάζω -ομαι (θήλεια) = συνδέω διὰ θηλειᾶς, δένω μὲ θηλειάν, περιβάλλομαι θηλειάν, ἀπαγχονίζομαι. «τρέχα μωρὲ . . . Περισσότερα
είδος κουμπότρυπας, που την έπλεκαν οι νοικοκυρές μόνες τους. Το σχήμα του θηλυκιού, ήταν κυκλικό κι ανάμεσα του περνούσαν το κουμπί και το φόρεμα θηλύκωνε. Τέτοια θηλύκια έκαναν και κάνουν στη χωριάτικη φορεσιά, ιδίως στα δυο μανίκια. Είχαν δυο κουμπιά στο καθένα και έκαναν δυο θηλύκια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού . . . Περισσότερα
κουμπωτήρια, βελόνες με άγκιστρο για να κουμπώνουν οι πόρπες
μεγάλος σωρός από στάχυα αποτελούμενος από πολλές κουντούρες. βλ. αθημωνιά
Θιαμάζω = θαυμάζω, καμαρώνω, ἐκπλήσσομαι.
παραξενεύομαι για κάτι, απορώ με κάτι που λέει κάποιος. Λέμε: “Σε θιαμαίνομαι, Χριστιανέ μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θιαμαίνομαι (θαῦμα) = θαυμάζω, ἐκπλήσσομαι δι’ ἀπροσδόκητον εὐεξίαν ἢ προκοπήν, βασκαίνω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Θιάμασμα /τὸ/ (θαυμάζω) = γεγονὸς ἀπροσδόκητον, καταπληκτικόν, πρωτοφανές.
θυγατέρα (προσφώνηση) “Πρόβαλε θιατέρα”
ο βόλτος, με την έννοια του θολοωτού περάσματος κάτω από τον πόντζο και τη σκάλα στο εξωτερικό τμήμα του σπιτιού. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
«”…θολός στὸ πάτημά του» (σελ. 289, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ). θολός: τεταραγμένος φράσις, σημαίνει εἰς ἥν θέσιν εὑρίσκετο εἰς τὸ αὐτὸ πάτημα.
ο ανίκανος, ο αδιάφορος. “Είσαι ένας θόνης κι μισός, όλο στο φαΐ έχεις στο νου σου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ταράζω, αναταράζω, ανακατεύω. Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, στ. Ι/640: “Μακρά ο θαλασσοπλάνητος / βαρύηχα θραβαλιάζοντας το πέλαο, με τη ράχη του / κυματιστά υψωμένη … / φυσομανάει ο ντέλφινας”.
τα αναμμένα κάρβουνα στη φωτιά, περίπου το ίδιο σημαίνει και η λέξη θράκια (τα). “έψησα το ψάρι στα θράκια” – “σαρδέλες στα θράκια” κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θρᾶκα /ἡ/ ἀνθρακιά, συλλογή ἀνημμένων ἀνθράκων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Θράκια /τὰ/ = ἀνθράκια, ἀναμμένα καρβουνάκια. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Θράκια, τα, ή θράκα, η, αθράκα, η = η ανθρακιά, τα αναμμένα κάρβουνα. Η αθράκα και το αθράκι = υποκορ. του «άνθραξ-κος».Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα
αναπτύσσομαι γρήγορα, φουντώνω. “Το αμπέλι εθράσεψε”. έχω θράσος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θρασεύω = θρασύνομαι, ἀναπτύσσομαι μὲ πρόωρον ἀκμήν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ο θρασύδειλος, ο αυθάδης, ο άναντρος, το ψοφίμι. Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Β΄210: “Παρά την άτιμη ξυλιά, που μόχει καταφέρει / εδώ Θωδούλα, στα μαλλιά το φράγκικο θρασίμι”.
ο ετοιμόρροπος, ο αστενικός, ο γερασμένος, ο άχρηστος. Λέγεται για ανθρώπους και ζώα. φράσεις: “Τι να το κάνουμε αυτό το γαϊδούρι δε βλέπεις; Είναι ένα θράσο και μισό” – “Πώς έγινε αυτό το άλογο έτσι, εγέρασε, ένα θράσο είναι” – “Τι του ζήλεψε αυτή η χριστιανή και τον παντρεύτηκε; Ένα . . . Περισσότερα
Θρᾶσσα, § εὐτελῆ ἢ κακῶς ἔχοντα πράγματα. Ἐπὶ ζῴων λέγ. τὰ πρόβατα εἶνε θρᾶσσα = ἀσθενῆ, ἀχαμνά, καταβεβλημένα. Σημ. Ἴσως έκ τοῦ θράσσω = χαλλῶ, ἀφανίζω, συντρίβω
Θρέφω = τρέφω, ἀναπτύσσω, ἐπουλώνομαι. «ἔθρεψ’ ἡ πληγιά». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Θρέψω § τρέφω· οὐδ. φρονῶ Π. ἐγὼ σὲ ξέρω τί θρέφεις γιὰ μὲ = τί περὶ ἐμοῦ φρονεῖς. Σημ. ὁ Βυζ. παρέλειψε τὴν σημασίαν ταύτην. Ἐκ τοῦ τρέφω (Σύλλ. 33). Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Θρούμπα /ἡ/ (θύμβα, δρύπη;) = ἐγχώριος ἐλαιοκαρπὸς παρασκευαζόμενος πρὸς βρῶσιν μεθ’ ἅλατος, ρίγανης ἢ «θρούμπης». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Θρούμπα = τό θυμάρι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Σημείωση: Θρούμπα για τον Λάζαρη είναι τρόπος παρασκευής της ελιάς. (βλ παραπάνω). Ο Γαζής με το λήμμα αυτό εννοεί . . . Περισσότερα