θελέσι (το)
Βαλαωρίτη, Φωτεινός, Α΄ :”Εσύ θελέσι, στέκεσαι και βλέπεις τη σπορά μας / να την πατούν οι αλλόφυλοι …”.
Και στις σημειώσεις ο ποιητής σημειώνει: “θελέσι, περίεργος λέξις: σημαίνει συνήθως κτήνος τερατώδες, ως εκ του όγκου του, βαρύ. Όφις εκτάκτου μεγέθους ή άνθρωπος ηρακλείου οργανισμού, αλλά νωθρού πνεύματος” βλ. λέξη γήταυρος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Θελέσι /τὸ/ (θέλγω, Σ. τελεζὰν) = οἱονεὶ τεθελγμένος, χαῦνος, ἀδρανής, σωματώδης ἀνωφελῶς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Θελέσι = πολύ χειροδύναμος, ἀκατάβλητος, αὐτός εἶναι θελέσι (αὐτός εἶναι θεριό, ἀκατάβλητος).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής