θαραπαή (η) και θαράπαψι
η ευχαρίστηση, η απόλαυση.
φράση: “Να ιδούμε κι εμείς θαραπαή”, “εθαραπάηκα φαΐ”.
συνώνυμη λέξη είναι το θαράπαψη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Θαραπα(γ)ὴ /ἡ/ = θεραπεία, θεράπευσις, ἱκανοποίησις, ἀνακούφισις. Θαραπαγὴ
Θαράπαψι /ἡ/ = θεραπεία, θεράπευσις, ἱκανοποίησις, ἀνακούφισις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Θεραπήκα (το). Συνήθως στον αόριστο με την έννοια το ευχαριστήθηκα.
Ο Σολωμός στο Γυναίκα της Ζάκυνθος, κεφ.4 23, έχει το ουσιαστικό θαράπαψη, ευχαρίστηση, ικανοποίηση. Λέει: “και να πούμε την αλήθεια, στοχάζουμε πως θάναι μια θαράπαψη για όποιον δεν ντρέπεται (να ψωμοζητά).
Ο Κοντομίχης έχει τον τύπο θαραπαή, συνώνυμη – όπως λέμε- του σολωμικού θαράπαψη.
Στο χωριό συνηθέστατα λέγαμε: Δεν το θαραπάηκα (το φαϊ) έκατσε μέσα μου (δεν προχώρησε δηλ. προς τα κάτω) λόγω στενοχώριας. Τόφαγα και μ΄ έφαγε!.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης