Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

θεοσκοτωμένος (ο)

εκείνος που θα έπρεπε να αφανιστεί από το Θεό.
Κατάρα: “Μωρέ θεοσκοτωμένε …”, “Μωρέ παιδάκι μου, αυτός ο θεοσκοτωμένος δεν άφηκε κότα για κότα στη γειτονιά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Θεοσκοτωμένος -η -ο (θεὸς-σκοτόω) = θεοσκοτισμένος, θεότυφλος, ποὺ νὰ τὸν θανατώσῃ ὁ Θεός;

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.