Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

θεομπαίχτης

Θεομπαίχτης /ὁ/ (θεὸς-ἐμπαίζω) = ὁ ἐμπαίζων καὶ τὸν θεόν, θεοπλάνος, ἄπιστος, ἀπατεών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.