Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Κ

Καβαλισάνος -α

ο καταγόμενος από το χ. Κάββαλος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καβαλ(ι)σᾶνος -α = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Κάββαλος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καβαλλάρης (ο)

η κορυφή, σε οριζόντια γραμμή της κεραμοσκέπαστης στέγης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καβαλλάρης /ὁ/ (Ἰ. cavallaro) = ἡ κορυφὴ τῆς κεραμοσκεποῦς στέγης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης καβαλλάρης (ὁ): 1) τό κεντρικό δοκάρι τῆς στέγης 2) κεραμίδι, καλυ­πτῆρας,  (ΛΑΤ. caballarius = ἱππέας). Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – . . . Περισσότερα

καβαλληκαδούρα ή καβαλληκάνια (η)

η ενοικίαση ζώου (με αγωγιάτη) για τη μεταφορά ανθρώπου, ιδιώτη ή δημοσίου υπαλλήλου. το ποσόν των εξόδων για τη μεταφορά. Σε καταγρ. του 1750, Νο 175 (χ. Βαυκερή) διαβάζομε:”δηα καβαλληκαδούρα, λ.(ίρες) 80″ (επρόκειτο για τη μετάβαση κριτών απεσταλμένων του Δημοσίου από την πόλη στο χ. Βαυκερή για καταμέτρηση κινητής και . . . Περισσότερα

καβάλλος (ο)

το σημείο του παντελονιού όπου ακριβώς σμίγουν τα δύο “μπ’γενάρια”(=σκέλη) στην κορυφή της οξείας γωνίας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καβάλλος /ὁ/ (Ἰ. cavallo) = ἡ ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὴν περινεακὴν χώραν ραφὴ τῆς περισκελίδος διὰ τῆς ὁποίας ἑνοῦνται τὰ δύο περισκέλια. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καβαλλοσκούτι ή σαμαροσκούτι (το)

ρούχο χοντρό υφαντό, που ‘βαναν στο σαμάρι των υποζυγίων (ιδίως του αλόγου και μουλαριού), όταν επρόκειτο να πάνε με ζώο σε σε πανηγύρι, σε γάμο, σε επίσκεψη συγγενών σε άλλο χωριό (στα πιστρόφια), ή στη Χώρα. Δηλ. είναι το στόλισμα του σαμαριού μια και ο αναβάτης είναι και αυτός γιορταλλαμένος. . . . Περισσότερα

καβαλλουρίζω

αναρριχώμαι στην κορυφή μαντρότοιχου ή σε στέγη χαμώγιου σπιτιού , ή σε δέντρο κλπ. Φράσεις : “Ακούς να καβαλλουρίσ’ τον τοίχο, το παλιόπαιδο, να μ’ φάει τα σταφύλια!” – “Στο δρόμο η γίδα εκαβαλλούρισε στην ελιά και μου ‘καμε ζημιά”, δηλαδή εδώ σημαίνει ότι η γίδα σηκώθηκε στα πισινά της . . . Περισσότερα

καβάλο πιάνκο

ξύλινο κατασκεύασμα σε σχήμα ανοιχτής σκάφης προς τα κάτω πάνω στο οποίο ράβδιζαν τους συλληφθέντες την εποχή της Αγγλοκρατίας στα αστυνομικά τμήματα

καβαλουρώνω

Καβαλουρώνω (Ἰ. cavallo) = ἀναρριχῶμαι ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοίχου ἢ ἄλλου ὑψηλοῦ ἀντικειμένου.

καβαντζάρω

ναυτ. όρος, παρακάμπτω επικίνδυνο ακρωτήριο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καβαντζάρω (Ἰ. cavo-giro-are) = παρακάμπτω ἀκρωτήριον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

κάβγια (η)

ποικιλία μικρού κρεμμυδιού Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κάβγια /ἡ/ (Ἰ. cavoloq caviglia;) = ποικιλία κρομμύου μικροτέρα εἰς μέγεθος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καβδόλιο (το)

βρομιάρης, απισχνασμένος, αηδής Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καβδόλιο /τὸ/ (κατὰ-βδόλος -ειος) = ἐκτρωματικός, ἀτροφικός, ἀηδής. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καβιαγάδα

Η χωρίστρα της ανδρικής κόμμωσης. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό επίθετο cavus-a-um που θα πει κοίλωμα και αυλάκι (άρδευσης). Μετωνυμικά (=άλλη σχετική λέξη) , κενός, που μας πάει στη χωρίστρα, που αφήνει ένα κενό (αυλάκι) ανάμεσα στα μαλλιά. Για μια πετυχημένη – τότε – καβαγιάδα απαιτούνταν μπόλικη μπριγιαντίνη (καλλυντικό . . . Περισσότερα

καβίλια (ἡ)

γόμφος μεταλλικός ἤ ξύλινος ἄξονας γιά συγκρά­τηση ἤ περιστροφή, (ΒΕΝ. caviglia). βλ. καί γκαβίλια (ἡ)

καβούκι (το)

όστρακο χελώνας, αστακού κ.λπ. μ.τ.φ.: “Εμπήκε στο καβούκι του” = μαζεύτηκε στο σπίτι του από φόβο. “Τον απείλησα και από τότε μπήκε στο καβούκι του”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καβοῦκι /τὸ/ (Τ. καbοὺκ) = φλοιός, περικάρπιον, κέλυφος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καβούλι (το)

τόπος συνάντησης , ύστερα από συμφωνία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καβοῦλ(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. καbούλ, καbὶλ) = συμφωνία συναντήσεως, σημεῖον συναντήσεως, ῥαντεβοῦ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καγιανή (η)

λαχανόπιτα, που αντί φύλλα πάνω και κάτω , βάνουν χυλό αλευριού ή καλαμποκάλευρου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καγιανὴ /ἡ/ ((κάγκανος, Τ. καϊγανᾶ, Σ. καϊgάνα) = λαχανόπιττα μεταξὺ δύο στρωμάτων χυλοῦ ἀλεύρου ἢ ἀραβοσίτου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καγκάγι -ια

σάπιο αντικείμενο, κορμός σάπιος, κατάλληλος μόνο για φωτιά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης καγκά(γ)ι -α /ἡ/ (καγκανέος -α) = πρᾶγμα ξηρὸν καὶ σαθρὸν κατάλληλον μόνον πρὸς καῦσιν, πρᾶγμα ἄνευ ἀξίας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καγκελλάριος (ο)

ο γραμματέας π.χ. “δημουλάς λάις – καγκελάριος της μικρής κρίσης” ( = το κατώτερο δικαστήριο). Αρχειακό. βλ. Λ.Λ.Φ., σελ.149

καγκέλλο (το)

γραφείο συμβολαιογράφου. Στα Επτάνησα οι συμβολαιογράφοι άρχιζαν έτσι: ” ενεφανίσθει…εις το καγκέλλον εμού του νοταρίου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καγκέλο /τὸ/ (Ἰ. cancello) = γραφεῖον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καδενάντζα (τα)

(il catenaccio)  αμπάρα, που στηρίζει ένα παραθυρόφυλλο στον εσωτερικό τοίχο του κτιρίου, λειτουργώντας ως αντηρίδα, για μεγαλύτερη ασφάλεια

κάδη (η)

ξύλινο δοχείο πλατύτερο επάνω και ανοιχτό. Σ’ αυτό πάνω έστηναν την πατητήρα για το πάτημα των σταφυλιών, ή αποθήκευαν ελαιόκαρπο κ.ά.π. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κάδη /ἡ/ (κάδος) = ξύλινον δοχεῖον ὑγρῶν (βυτιοποιΐας) μὲ στόμιον εὐρύτερον τοῦ πυθμένος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καδή(ε)να (η) και καδίνα (ἡ)

αλυσίδα – καδένες (καδήενα) υπάρχουν σε μεγάλη ποικιλία, από τις χοντρές ασφαλείας μέχρι τις λεπτότατες, χρυσές η ασημένιες, γυναικείες ή αντρικές, διακόσμησης. Καδένες στα παλιά ρολόγια (οι Αμερικάνοι), καδένες στα γελέκια τους οι παλιοί χωρικοί, καδένες στους λαιμούς τους οι γυναίκες (και με σταυρό στη μέση). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού . . . Περισσότερα

καδη(ε)νάτσο και καδινάτσο (τό)

αμπάρα – σύρτης, σιδερένιος ή ξύλινος για την ασφάλεια της εξωτερικής πόρτας του σπιτιού (καδηενάτσο) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καδ(ι)νάτσο /τὸ/ (Ἰ. cantenaccio) = σιδηροῦς μοχλὸς ἀσφαλίσεως τῆς θύρας, ἀμπάρα, σύρτης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης καδινάτσο (τό): μπάρα, σύρτης πόρτας (ΒΕΝ. caenazzo, ΙΤ. catenaccio). Λεξικό Ιδιωματικών . . . Περισσότερα

καδηνέλλα (η) και καδινέλλα -ες

ξύλινο δοκάρι, μοχλός στηρίξεως στο ένα φύλλο της πόρτας του σπιτιού, και όργανο απειλής: “Θα πάρω την καδ’νέλλα και θα σου σπάσω τα πλευρά” – “Κάτσε καλά γιατί θα αρπάξω την καδ’νέλλα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καδ(ι)νέλλα /ἡ/ (Ἰ. catenella) = ξυλίνη δοκίς, ξύλινο πηχί. Tα . . . Περισσότερα