Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Κ

κακάβι (το)

χάλκινο καζάνι μεσαίου μεγέθους. Σ΄ αυτό μαγειρεύουν σε γάμους, πανηγύρια κ.λπ. Τα κακάβια τα ΄διναν και προίκα και υπολόγιζαν την αξία της ανάλογα με το βάρος τους. Καταγρ. του 1706, Νο 61: “Κακκάβι λίρες πέντε”. Κατγρ. του 1697: “Κακκάβι στρογγυλό – κακκαβόπουλο με τα αρβάλια του” και “Κακκάβι ένα, έξη . . . Περισσότερα

κακαβιά (η)

το μαγείρεμα των μικρών ψαριών από τους τρατολόγους του νησιού. Τα κάνουν ψαρόσουπα και ύστερα πετάνε τα ψαράκια. Κάθονται και τρώνε όλοι απ΄το κακάβι. Η κακαβιά είναι απ΄τα νοστιμότερα φαγητά.

κακαβούλα -λω

μικρή μεταλλική κατσαρόλα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κακαβούλα -λω /ἡ/ (Ἰ. cacavo) = μικρὰ μεταλλικὴ χύτρα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

κακαπίτσορας (ο)

λέγεται κυρίως για τα παιδιά = μικρόσωμος, αστείος με κωμικές κινήσεις και συχνά πειραχτήρι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κακαπίτσορας /ὁ/ (Ἰ. cacca-picciolo) = μικροσκοπικός, κωμικός, γελοῖος τὴν ἐμφάνισιν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

κακαρώνω

πεθαίνω, μένω άψυχος. “Τα κακάρωσε”, λέμε, αλλά η έκφραση αυτή έχει συχνά ειρωνεία. Το ρ. το λέμε και για τα ζώα: “Τα κακάρωσε ο γάιδαρος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κακαρώνω (κατὰ-κάρος, καρόω) = ἀναισθητῶ, ψυχορραγῶ, άποθνήσκω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Συνηθισμένο το “τα κακάρωσε”, . . . Περισσότερα

κακατσίδα (η)

 πολύ ελαφρό πράγμα, το αχαμνό ζώο, ιδίως για τις κότες και τα κοτόπουλα. παρασιτικό σε σχ. αυγού που παρασιτεί στα φύλλα ορισμένων δέντρων, ιδίως της δρυός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κακατσίδα /ἡ/ (κηκὶς) = κηκίδι, ἀπεξηραμμένον σφαιροειδὲς παρασιτικὸν φῦμα ἀγρίων δένδρων καὶ ἰδίᾳ δρυὸς ὑπεράγαν ἐλαφρόν, . . . Περισσότερα

κακήν-κακώς

Επίρρημα. Με άσκημο τρόπο. Το θηλυκό “ούσαν” (Ανδριώτης). Στο Ευαγγέλιο υπάρχει η αντίστοιχη φράση “κακούς κακώς απολέσει αυτούς” (Ματθαίος, κα΄41), τους κακούς δούλους της παραβολής.

κακό σπυρί (το)

ο κακοήθης άνθρακας. ΒΑΛ. Φωτεινός, Β΄: “το ρίμμα, το κακό σπυρί, τη φάγουσα, το λέφα“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κακὸ σπ(υ)ρὶ /τὸ/ (κακὸς-πυρὸς) = κακοήθης φλύκταινα, ἄνθραξ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Κακό σπυρί = κακοήθης φουσκάλα (ἄνθραξ). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

κακοθάνατο

συνηθισμενη κατάρα που λέγεται και μεταξύ σοβαρού και αστείου. “Που να έχει κακό τέλος”

κακόμπαχτος -η -ο

ο δυστυχισμένος, ο στους πέντε ανέμους ευρισκόμενος, αυτός που ατύχησε και τον πήραν σβάρνα οι κακουχίες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κακόμπαχτος -η -ο (κακὸς-Τ. bὰχτ) = ἔρμαιον δεινοπαθημάτων, ἀναξιοπαθής, δυστυχής. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

κακονιός -ιά και κακονηὸς -ὰ

ο άσκημος, ο γερομπασμένος, ο καχεκτικός. “Α, είναι νια κακονιά, να σ΄πω! … Ένα θέατρο και μισό”. – “Κακονιός ήτανε απ΄ τα νιάτα του”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κακονηὸς -ὰ (κακὸς-νέος) = ἀτροφικός, ἀσθενικός, ἐστρημένος, νεανικῆς ἐμφανίσεως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

κακοτράχαλος (ο)

ο κακοφκιασμένος, ο άσκημος για τόπους = δύσβατος, απρόσιτος, πετρώδης. ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος Δ΄: “γέροντας κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκομμένος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κακοτράχαλος -η -ο (κακὸς-τράχηλος) = ἀσύμμετρος, ἄκομψος, δύσμορφος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

κακού μ ΄θέλει (επίρρ.)

η φρ. λέγεται για κείνους που δυστυχούν, που βρίσκονται σε κακή κατάσταση, κυρίως από άποψη υγείας. “Είναι κακού μ΄θέλει ο άνθρωπος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κακοῦ σ’ θέλ(ει) /ἐπίρ./ (κακὸν-θέλω) = ἀπευκταίως, ἐλεεινά, εἰς κακὴν κατάστασιν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης «Κακού μ’ θέλει» = είμαι . . . Περισσότερα

κακοφούρτουνος -η -ο

κακότυχος, άτυχος, δυστυχής. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κακοφούρτ(ου)νος -η -ο (κακὸς-Ἰ. fortuna) = δύσμοιρος, δυστυχής. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

κάκοψος -η – ο

για τα όσπρια: όταν δεν βράζουν καλά. “Αυτή η φακή που πήρες είναι κάκοψη, σα σκάγια έμεινε.”. λέγεται και για τους ανθρώπους που είναι σκληροί, παλικαράδες και τολμηροί. “Ξέρεις, εγώ είμαι κάκοψος, μην τα βάζεις μαζί μου”. ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος Β΄: 188: “-εμείς οι παληοκλέφτες / έχομε σάρκα κάκοψη”. Λεξικό . . . Περισσότερα

καλ΄γάς (ο)

δύσμορφο, μαύρο και αργοκίνητο έντομο της οικογένειας των κολεόπτερων (=τα απάνω φτερά τους είναι σκληρά και αποτελούν είδος θήκης κολεού, που φυλάσσουν τα λεπτά και υμενώδη φτερά τους). Ο καλιγάς λέγεται και γρουσούζης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καλ(ι)γᾶς /ὁ/ (Ἰ. calgiare) = τὸ μαῦρον βραδυκίνητον καὶ . . . Περισσότερα

καλ΄γοσφύρι (το)

το σφυρί που χρησιμοποιούν οι πεταλωτές για το πετάλωμα των ζώων. Το καλγοσφύρι το λένε και καλιοσφύρι. (καλιγοσφύρι) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καλ(ι)γοσφῦρ(ι) καί Καλιοσφῦρι /τὸ/ (Ἰ. calcare-σφύρα) = τὸ πρὸς πετάλωσιν (καλίγωμα) τῶν ὑποζυγίων χρησιμοποιούμενον σφυρίον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καλ΄πιά (η)

η κάλπικη ενέργεια, η απάτη. “Μο ΄καμε, καλπιά, δεν το περίμενα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καλπιὰ /ἡ/ (Τ. κὰλπ) = δολιότης, πανουργία, ἐξαπάτησις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καλ(ου)μάρω

ησυχάζω, ηρεμώ, γαληνεύω, λασκάρω (το σκοινί). Φράση: “Εκαλ΄μάρ΄σε κάπως ο καιρός” – “εκαλ΄μάρανε οι φωνές” – “εκαλμάρ΄σε η θάλασσα” κ.λπ. (καλουμάρω/καλμάρω)

καλάγλι (το)

κασσίτερος, κοινώς καλάι. “τα αγγειά μας θέλουν καλάγλισμα, να δώσουμε στον καλατζή ή γανωματή, να τα καλαγλίσει”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καλάγλι /τὸ/ (Τ.Σ. καλάϊ, Ἀλ. καλάϊ, Ἀλ. καλάj-ι) = κασσίτερος, καλλάϊ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης