καβαλλάρης (ο)
η κορυφή, σε οριζόντια γραμμή της κεραμοσκέπαστης στέγης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καβαλλάρης /ὁ/ (Ἰ. cavallaro) = ἡ κορυφὴ τῆς κεραμοσκεποῦς στέγης.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
καβαλλάρης (ὁ): 1) τό κεντρικό δοκάρι τῆς στέγης
2) κεραμίδι, καλυπτῆρας, (ΛΑΤ. caballarius = ἱππέας).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου