Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Κ

κωλιάντερο

Κωλιάντερο /τὸ/ (κῶλον-ἔντερον) = τὸ ἀπευθυσμένον ἔντερον τὸ ἐκβάλλον εἰς τὸν ἀφεδρῶνα.

κωλιάντσα (η) ή κολιάντσα

διάρροια από διάφορες αιτίες, δυσεντερία βασανιστική. κατάρα: “Να σε πιάσ΄ κακή κωλιάντσα” (ιτ. dissenteria). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κωλιάντσα /ἡ/ (κωλῖτις) = δυσεντερία, διάρροια. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Κολιάντσα = δυσεντερία. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

κωλοβερέντσια (η)

δουλοπρεπής συμπεριφορά με υποκλίσεις, κολακείες και γελοιότητες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κωλοβερέντσα /ἡ/ (Ἰ. culo-verenza) = δουλοπρεπὴς ὑπόκλισις, γελοῖα ὑπόκλισις. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης βλ. καί  κολοβερέντσ(ι)α

κωλοκ(ου)ρίζω

κουρεύω τα πρόβατα γύρω από την ουρά τους, στο πίσω μέρος. Αυτό γίνεται το Μάη – Ιούνιο “για να ανασάνουν λίγο τα κοπάδια” μτφ.: το κακό κούρεμα ανθρώπου από τον κουρέα του: “κειο βλέπω, εκωλοκ΄ρεύτηκες”, Ειρωνικά, το αποτέλεσμα του κωλοκουρέματος λέγεται κωλόκρο και έχει διπλή σημασία, επειδή τα μαλλιά του . . . Περισσότερα

κωλόκ(ου)ρο

Κωλόκ(ου)ρο (κωλὴ-κουρὰ) = τὸ προϊὸν τοῦ «κολοκουρίσματος» τῶν προβάτων, ἀμοιβὴ ἐκβιαστικῶς καὶ αὐθαιρέτως ἀποσπωμένη. κωλόκρο / κωλόκουρο

κωλοκαθιά (η)

φιγούρα του χορού στιγμιαία ή διάρκειας δευτερολέπτων. Ο χορευτής, στητός όντας, ξαφνικά ανακάθεται στηριζόμενος στις μύτες των ποδιών του, ενώ συχνά χτυπάει με τη δεξιά παλάμη το δάπεδο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κωλοκαθιὰ /ἡ/ (κωλὴ-καθίζω) = στιγμιαία χορευτικὴ ἀνακάθισις. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Κωλοκαθιά = . . . Περισσότερα

κωλοκούρισμα

Κωλοκούρισμα = τό πρῶτο κούρεμα στά ὀπίσθια τῶν προβάτων. βλ. και: κωλοκ(ου)ρίζω

κωλομπούρης -ω

Κωλομπούρης -ω (Ἰ. culo-puro) = ἀπεστρογγυλωμένος κατὰ τὸ ὀπίσθιον, πουλερικὸν φύσει χωρὶς οὐράν.

κωλοπ(η)λάλα

Κωλοπ(η)λάλα /ἡ/ (κωλὴ-πηδάω, «πηλαλάω») = δυσεντερία, διάρροια. κωλοπλάλα / κωλοπηλάλα

κωλοπάμπαρο (το)

άνθρωπος τιποτένιος, χωρίς κοινωνική και ηθική υπόληψη, άξιος περιφρόνησης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κωλοπάμπαρο /τὸ/ (κωλὴ-πάμμορος) = εὐτελές, ἀσήμαντον καὶ περιφρονητέον ὑποκείμενον, ἀσθενικὸν καὶ ἀτροφικὸν ἄτομον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Είναι υβριστικό. Ο Λάζαρης ετυμολογεί: κώλη-πάμπορος, ευτελές, ασήμαντος. Απίθανη όμως η σχέση με το πάμμορος . . . Περισσότερα

κωλοπετσωμένος (ο)

ο πεπειραμένος, ο τετραπέρατος, αυτός που έχει υποστεί και γνωρίσει πολλά για το επάγγελμά του, για τη ζωή του.

κωλορίζι (το)

διακλάδωση της ρίζας, πληθυντικός: τα κωλόριζα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κωλορίζι /τὸ/ (κῶλον-ρίζα) = ἑκάστη τῶν πρώτων διακλαδώσεων τῆς ρίζης. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

κωλοσέρνω

σέρνω κάποιον απ΄ τα πόδια στο έδαφος, σέρνομαι με τον κώλο, κινούμαι με δυσκολία. φράσεις: “τόνε κωλόσερνε στο δρόμο από εκδίκηση” – “δεν μπορεί να περπατήσει πια, κωλοσέρνεται. γεράματα βλέπεις” – “τον έδεσαν πίσω από μουλάρι και τον κωλόσερναν, το δυστυχή, μέχρι που έχασε τις αισθήσεις του. Τι τα θέλεις, . . . Περισσότερα

κωλόσουρος (ο)

μεγάλο κλαδί φουντωτό, που χρησιμοποιούν όσοι θέλουν να κατέβουν από μεγάλο κατήφορο, γυμνό από θάμνους και δέντρα και δίχως μονοπάτι. Κάθονται πάνω στο κλαδί κρατώντας για τιμόνι το χοντρό μέρος του και φτάνουν κάτω. Αυτό συνέβη πολλές φορές κατά τη διάρκεια της κατοχής και της Αντίστασης. φράσεις: “Πώς τα κατάφερες . . . Περισσότερα

κωλοσούσα -σω και κωλοσοῦρα

το πουλί σουσουράδα, σεισοπυγίς. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κωλοσοῦρα /ἡ/ (κωλὴ-σείω) = ἡ σεισοπυγίς, ἡ σουσουράδα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

κωλοσφίχτης (ο)

η κατάσταση ανάγκης, οι μεγάλες δυσκολίες. φράση: “Τον έπιασε κωλοσφίχτης, τα μάζεψε κι ήρθε πάλι σπίτι του”.

κωλοτούμπα

Η γνωστή περιστροφική κίνηση με το κεφάλι προς τα κάτω και άξονα τα οπίσθια. Η αρχαία κυβίστηση, χορευτική τούμπα (Μπαμπινιώτης).

κωλοφωτιά (η)

το νυχτερινό έντομο πυγολαμπίς, που πετώντας αναβοσβήνει “το φωτάκι” στον πισινό του. Οι κωλοφωτιές εμφανίζονται στην εξοχή το Μάη-Ιούνιο και είναι η χαρά των παιδιών. φράση: “Έπιασα τρεις κωλοφωτιές”. Με τις κωλοφωτιές πολλά παιδιά κάνουν φωτεινά σειρήτια στα ρούχα τους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κωλοφωτιὰ (κωλὴ-φωτίζω) . . . Περισσότερα

κωλύομαι

Κωλύομαι (κώλυμα γάμου) = ἔχω συγγένειαν ἢ συμπάθειαν, συνδέομαι.

κωλώνω

σταματώ απότομα, δεν μπορώ ή δε θέλω να προχωρήσω άλλο. φράση: “το μουλάρι εκώλωσε, είναι πεισματάρικο”. μτφ.: “το κάρο εκώλωσε τον ανήφορο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κωλώνω (κῶλον) = σταματῶ τὴν πορείαν, παύω ἐκ πείσματος ἢ ἐξ ἀδυναμίας τὴν προχώρησιν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

κωνσταντινάτο (το)

χρυσό νόμισμα που, κατά τη λαϊκή παράδοση, παριστάνει τον Άγιο Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη. μικρό κόσμημα, απομίμηση του κωνσταντινάτου που μοιράζουν ( ή άλλον καρφιτσώνουν) στα βαφτίσια. Βαφτιστικά.

κωπὴ καὶ κωπάδι και κοπή, κοπάδι

Κωπὴ καὶ Κωπάδι (κωπεύω) τὸ πολυπληθὲς ποίμνιον ἐκ μεταφορᾶς τῶν στρατιωτικῶν τάξεων. Φρ. μιὰ κωπὴ ᾿νωμάτοι γήρτανε στὸ σπίτι μας. Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός Κοπὴ καὶ κοπάδι § ἀγέλη, ποίμνιον. Σημ. Ὁ Βυζ. σημειοῖ μόνον τὸν δεύτερον τύπον. Ἐκ τοῦ κόπτω. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου