καβαλουρώνω
Καβαλουρώνω (Ἰ. cavallo) = ἀναρριχῶμαι ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοίχου ἢ ἄλλου ὑψηλοῦ ἀντικειμένου.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Καβαλουρώνω (Ἰ. cavallo) = ἀναρριχῶμαι ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοίχου ἢ ἄλλου ὑψηλοῦ ἀντικειμένου.