Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κατελώνω

είμαι ακάθαρτος, βρωμάω

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κατελώνω (κατὰ-ἐλάω) = ἀναδίδω ἀποκρουστικὴν δυσοσμίαν, βρωμῶ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κατελόνω § ὄζω· συνώνυμ. τοῦ ζέχνω, βρωμάω (ἅπερ ἰδέ).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Κατελώνω: (κατά+λερώνω) = βρωμίζω πολύ, εξ ου και η κατελωμάρα = η πολύ μεγάλη βρωμιά. Αντιθέτως ξεκατελώνω = (εκ+κατελώνω) = εκ βρωμίζω, ξεβρωμίζω, απομακρύνω τη βρωμιά, καθαρίζω.

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.