καβαλλοσκούτι ή σαμαροσκούτι (το)
ρούχο χοντρό υφαντό, που ‘βαναν στο σαμάρι των υποζυγίων (ιδίως του αλόγου και μουλαριού), όταν επρόκειτο να πάνε με ζώο σε σε πανηγύρι, σε γάμο, σε επίσκεψη συγγενών σε άλλο χωριό (στα πιστρόφια), ή στη Χώρα. Δηλ. είναι το στόλισμα του σαμαριού μια και ο αναβάτης είναι και αυτός γιορταλλαμένος. Σε πολλά καβαλλοσκούτια που τα ‘φκιάναν γι’ αυτό το σκοπό ύφαιναν και τη χρονολογία κατασκευής τους, και τα αρχικά της νοικοκυράς – υφάντρας. Σ’ ένα απο αυτά είδα τη χρονολογία 1808 – Α.Ν.Ι.