Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Κ

καδοπάτηρο (το)

συνδυασμός κάδης και πατητήρα. Η πατητήρα τοποθετούνταν πάνω στην κάδη και ο πατητής όρθιος στην πατητήρα ζούπαγε τα σταφύλια με τα πόδια του κι έπεφτε όλο το υλικό στην κάδη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καδοπάτ(η)ρο /τὸ/ (κάδος-πατέω, πατητὴρ) = ἡ κάδη ποὺ δέχεται τὸ γλεῦκος τῶν . . . Περισσότερα

κάδος (ο)

κάδος ως μέτρο βάρους, χωρούσε 8 κουβέλια. Το κουβέλι χωρούσε 9 οκ. και 300 δραμ. Σε χργρ. του 1744 (Ιστ. Αρ. Λ.) διαβάζουμε : “Επήρα σιτάρι δια το σπίτι κάδους τρης”.

καδούλι (το)

το καδούλι, που το χρησιμοποιούσαν μόνο σε μερικά χωριά ήταν ψηλόστενος κάδος για τη μεταφορά σταφυλιών με κάρα. Σ’ ένα κάρο έβαζαν -ανάλογα-  6-8 καδούλια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καδοῦλι /τὸ/ = ὑψηλὸς στενὸς καδίσκος χρησιμοποιούμενος ἄλλοτε ὁμαδικῶς διὰ τὴν μεταφορὰν νωπῶν σταφυλῶν ἐπὶ διτρόχου ἱππηλάτου . . . Περισσότερα

καζάνι

Καζάνι /τὸ/ (Τ. Σ. (καζὰν) = μετάλλινον δοχεῖον, λέβης, μεγάλη χύτρα.

καζάντια (τα)

κέρδος μεγάλο, ευπορία. Συνήθως λέγεται ειρωνικά. “Όλα κι όλα, αυτά ήταν εφέτος τα καζάντια μας” – “Είδαμε και τα δ’κά σ’ τα καζάντια, έγνοια σ’ ” – ” Τέτοια καζάντια, να μ λείπ’νε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καζάντια /ἡ/ (Τ. καζαντὶ) = ἄφθονον κέρδος, εὐπορία, πλοῦτος. . . . Περισσότερα

καζαντίζω

αποκτώ ευπορία, κερδίζω, πλουτίζω. φρ.: “Απο τέτοια δεν καζαντίζ’ κανένας” – “Πάρ’ τα εσύ να καζαντίσεις” – “Μ’ένα κιλό ψάρια θα καζαντίσω; Με καταριέσαι… ;” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καζαντίζω (Τ. καζὰνδζ) = κερδίζω πολλά, εὐπορῶ, πλουτίζω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Προέρχεται από το . . . Περισσότερα

καζάρμα (η)

το κακοφκιαγμένο και φτωχικό σπίτι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχ μαγάλο σπίτι Ηθογραφίες Λευκαδίτικες, Ανδρ. Φίλιππα Χαριτωνίδου / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας (σκπτ) το ανοικοκύρευτο και άβολο σπίτι. Από το ιταλικό gaserma = στρατώνας Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

κάζει (απροσ.)

έχομε τις φράσεις : “μου κάζει” = νομίζω – ” Μου κάστηκε πως είδα τον αδελφό σου”. ΒΑΛ. , Αθ. Δ., Β’: “Μου κάστηκε πως είδα / σαν έναν ίσκιο να διαβεί… “. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κάζει (εἰκάζω) «μοῦ κάζει» = μοῦ φαίνεται, νομίζω, «μοῦ . . . Περισσότερα

καζέτο (το)

σπιτόπουλο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καζέτο /τὸ/ (Ἰ. casetta) = μικρὸν διαμέρισμα, οἰκίσκος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης καζέτο (τό): μικρή οἰκία, (BEN. casèta). Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

κάζο (το)

περιπέτεια, ατύχημα, λοιδωρία “Έπαθα μεγάλο κάζο.” = μεγάλο ατύχημα – “Του κάναμε ένα κάζο, που τον τρέλανε” – “Μεγάλο κάζο έγινε στην πλατεία”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κάζο /τὸ/ (Ἰ. caso) = σύμπτωμα, συμβάν, ἀτύχημα, περιπέτεια. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Έπαθε, λέμε, μεγάλο κάζο . . . Περισσότερα

Κάης (ο)

ο δειλός, ο κιοτής – ο μαυρισμένος, ηλιοκαμένος [όλα αυτά τα επίθετα βγαίνουν απο την εικόνα του λαού για τον αδελφοκτόνο Κάιν]. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Kάης /ὁ/ ἐπίθ. (καίω, Κάϊν) = ἡλιοκαής, μελαψός, ἐξημμένος, ἀγριωπός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης “του Αγίου Νικολάου του Κάη”, . . . Περισσότερα

καθάριος -α, -ο

το αλεύρι που είναι άλεσμα αμιγούς σιταριού. καθαρός, ηθικός, έντιμος κ.λπ. , αλλά και είρων. Το αντίθετο: “Ναι, είσαι και του λόγου σου καθάρια προσφορά”, δηλ. καλός και τίμιος… από την ανάποδη – το αντίθετο του καθάριου είναι το σμιγό (βλ. λ.) – Καθάριο άλογο = το καλοθρεμμένο και καλοπεριποιημένο. . . . Περισσότερα

κάθαρος (ο)

το κόψιμο ξηρών και άχρηστων κλαριών από τα δέντρα, ιδίως τις ελιές. Τον κάθαρο ακολουθεί το κλάδεμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κάθαρος /ὁ/ = καθαριστικὸν κλάψευμα ἐλαιοδένδρων κ.λπ. Φυτευμάτων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καθήκι και καθοίκι

ουροδοχείο για νυχτερινή αφόδευση / αναγκαίο, καθοίκι και επικρατέστερα, κανάτι. Στο Λεξ. ελλ. Γλώσσας Δημητρ. σηειώνεται: “καθοίκι(ν) μ.σ.ν. και δημ. ιδίωμ. εν Λευκάδι”. Η λέξη συναντάται και στα άλλα Επτάνησα: σε συμβόλαιογρ. Διαθήκη Κεφαλ. του 1608 βλέπομε: “Και την εύρηκα καθισμένην εις το καθήκι”. μτφ. ο τιποτένιος άνθρωπος, ο ποταπός, . . . Περισσότερα

καθιέροσαις (οι)

τα αντιμήνσια και τα ειλητά, επειδή αναγράφουν “αντιμήνσιον θείον και ιερόν …, καθιερωθέν παρά …”

κάθισμα (το) του ανθρώπου

οι γλουτοί, τα οπίσθια : “Όταν εβγαίνει το κάθισμα του ανθρώπου, Κολίανδρον ξηρόν καπνίζον αυτόν και υγιαίνει”, απο χργρ. γιατροσόφι. (Λ.Ι.Λ., σ.160)

κάϊα (η)

παλιό άχρηστο αντικείμενο, ρούχο κ.α. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καΐα /ἡ/ (καίω) = ἀντικείμενον παλαιὸν καὶ ἄχρηστον, κατάλληλον πρὸς καῦσιν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καιροκάνω

διατηρούμαι πολύ χρόνο, κάνω καιρό, βαστάω. “Δεν του καιροκάνουν τα ρούχα. Όλη μέρα στα χώματα” (προστελεύω). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καιροκάνω (καιρὸς-κάμνω) = διατηροῦμαι ἐπὶ μακρόν, διαρκῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

καιροκολλάω

προκόβω. φρ.: “της ζουν τα παιδιά που κάνει, της καιροκολλάνε”, και το αντίθετο: “Δεν της καιροκολλάνε αυτηνής τα παιδιά.” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γνωστός ο τύπος της κατάρας στο χωριό: Π(ου) να μη καιροκολλήσεις! να μην προκόψεις δηλαδή, πολύ περισσότερο να εξολοθρευτείς! Ο Κοντομίχης το αναφέρει . . . Περισσότερα

καιροφοράω

χάνω χρόνο, καθυστερώ, είμαι αργός στις δουλειές. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καιροφορά(ρ)ω (καιρὸς-φορέω) = καθυστερῶ, χρονοτριβῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Καιροφοράω § ἀργοπορῶ. Σημ. τὴν λ. ἰδίων οἱ χωρικοί μας μεταχειρίζονται. Ὁ Αἰνιὰν ἀγνοεῖ τὴν σημασίαν ταύτην (Ἀθην. σ. 64). Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

κακά (επίρρ.)

σε άσκημη κατάσταση, δυνατά “ο άνθρωπος είναι σε κακή κατάσταση, κακά” – “φώναξε κακά να σ΄ ακούσουν” – “πώς είστε; Τι κάνετε;” “Τι να κάμομε; κακά και ψυχρά¨. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κακὰ /ἐπίρ./ (κακὸς) = ἰσχυρῶς, δυνατά, εἰς κακὴν κατάστασιν. «φώναξε κακὰ ν’ ἀκούσνε μωρέ», . . . Περισσότερα

κάκα (τα)

“Έκαμε (το παιδί) τα κάκα τ΄”, χέστηκε δηλαδή. Και με τόνο στην παραλήγουσα (για μας). Σχετίζεται άμεσα με το ιταλικό CACARE που θα πει “αποπατώ”. (Io cacco…). Ο Ανδριώτης έχει “κακά” με τον τόνο στην λήγουσα, και σωστά μας παραπέμπει στην αρχική αρχαία λέξη “κάκκη”, που σημαίνει κατά τον Σκαρλάτο, . . . Περισσότερα