Όλες οι λέξεις στο Ι
το ιχθυοτροφείο. Ψάρια γ΄βαρίσια – πάγουροι γ΄ βαρίσιοι κλπ. Η Λευκάδα έχει δυο γιβάρια πλούσια σε ποικιλία ψαριών: “Πάρε γαρίδα απ΄ το ιβάρι / κι όποιος παίρνει δε φαλάρει”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἰβάρι /τὸ/ (Λ. vivarium) = ἰχθυοτρόφος θαλασσία περιοχὴ μισθουμένη πρὸς ἐκμετάλλευσιν. Tα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα
Ἴγκλα β. λ. γίγκλα.
Ἱκανὰ (τά), § τὰ χρήματα. Π. μᾶς λείπουν ἱκανά. Σημ. ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λέξιν. Ὁ δὲ Βλάχος ἀγνοεῖ τὴν σημασίαν. Ἐκ τοῦ ἱκανός.
Ἴκενε /σπ./ (Ἀλ. ἴκενj) = φῦγε, πήγαινε.
Ἴλ(υ)γγας /ὁ/ (λύζω, λύγξ) = λυγγός, λόξυγγας, ἀναφυλλητό. ἴλυγγας / ἴλγγας Βλ. καί γίλ(υ)γγας Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἴλιγκας καί γίλιγας = λόξυγκας. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
όταν ένα έργο εγκαταλείπεται στη μέση, ιμπάντο λέμε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἰμπάντο (Ἰ. spando) = διάλυσις, ἐγκατάλειψις ἔργου ἡμιτελοῦς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βρίζω κάποιον, τον αποδοκιμάζω, τον κοροϊδεύω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἰμπρόβερο /ἀρχ./ (Ἰ. improvare-perare) = ἀποδοκιμάζω, λοιδωρῶ, ὑβρίζω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
(λατιν. in perpetuo): στο διηνεκές
(ιταλ. inappelabile): ανέκκλητος
Ἰνβεντάριον /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. inventario) = ἀπογραφή.
παραβγαίνω με κάποιον τον συναγωνίζομαι και ινβίδιο = ο συναγωνισμός, η άμιλλα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἰνβ(ι)διάρω (Ἰ. invidiare) = συναγωνίζομαι, ἁμιλλῶμαι, παραβγαίνω. Ἰνβίδιο /τὸ/ (Ἰ. invidio) = συναγωνισμός, ἀνταγωνισμός, ἅμιλλα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
σκάβω κατά βάθος, κάνω εσοχή, κοίλωμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἰνκαβάρω (Ἰ. incavare) = κοιλαίνω, σκάπτω ἐσωτερικῶς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ἰνκαβάρω: κοιλαίνω, σκάπτω ἐσωτερικῶς, (ΙΤ. incavο). Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Ἰνκάβο /τὸ/ (Ἰ. incavo) = κοῖλον, κοίλωμα, ἐσωχή. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης κοίλωμα, ἐσoχή. Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
όταν κάτι γίνεται φανερά, δημόσια. Δημοπρασία, πλειστηριασμός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἰνκάντο /ἐπίρ./ (Ἰ. incanto) = δημοσίᾳ,φανερά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ινκάντο πούμπλικο: (ιταλ. incanto publico), δημοπρασία, πλειστηριασμός Γλωσσάριο Ελένης Γράψα
Ἰνκαστράδος -α -ο (Ἰ. incastrare) = συνηρμοσμένος δι’ ἐσοχῆς-ἐξοχῆς (β. λ. ἰνκάστρο).
Ἰνκαστράρω (Ἰ. incastrare) = ἐνείρω, συναρμόζω ἐξοχὴν πρὸς ἐσοχήν.
Ἰνκάστρο /τὸ/ (Ἰ. incastro) = συναρμογή, συνάρθρωσις (ἐξοχῆς πρὸς ἐσοχήν).
Ἰνκουϊζιτόρος /ὁ/ ἀρχ. (Ἰ. inguisitore) = ἐξεταστής, ἐρευνητής.
ο ερευνητής, ο ερευνών μια υπόθεση.
το όνειρο, (γινόρτο) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἴνορο /τὸ/ = τὸ ὄνειρον, τὸ ἐνύπνιον. Ἰνόρατο /τὸ/ (ὄναρ) = ἐνύπνιον, ὄνειρον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἰνπάντο β. λ. ἰμπάντο.
κατάκαρδα. “Το πήρε ινπέτο”.
στο λεπτό, στην ώρα ακριβώς. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἰ(ν)ποῦντο (Ἰ. inpunto, appunto) = εἰς τὸ δευτερόλεπτον, ἀκριβῶς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
(λατιν. inrevocabile, ιταλ. irrevocabile): αμετάκλητο
Ἰνσολέντσια /ἡ/ (Ἰ. insolenzia) = ὕβρις, αὐθάδεια, προσβολή.
Ἰνσολιδαριαμέντε /ἐπίρ./ ἀρχ. (Ἰ. insolido) = ἀλληλεγγύως. βλ. ινσόλιδουμ
(λατιν. in solidum): αλληλεγγύως, από κοινού βλ. Ἰνσολιδαριαμέντε
(ιταλ. insulto): βρισιά, προσβολή
Ἰνστιτσάρω /ἀρχ./ (Ἰ. instituo) = καθιδρύω, ἐγκαθιστῶ, διορίζω.
σκαλισμένο. Σε καταγραφή του 1718 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Ένα εικόνισμα με προβάζα ινταγιάδα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης ἰνταγιάδο: σκαλισμένο, ( BEN. intagliare). Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου